Κώδικας Δεοντολογίας για τα μη εξυπηρετούμενα δάνειαby lexferenda

Από τις 31 Δεκεμβρίου 2014 τίθενται σε ισχύ οι διατάξεις του Κώδικα Δεοντολογίας του Ν. 4224/2013 (ΦΕΚ Β΄ 2289/27.8.2014).

Ο Κώδικας Δεοντολογίας θεσπίζει σειρά διατάξεων με σκοπό την εύρεση κοινά αποδεκτής λύσης για την εξυπηρέτηση (ρύθμιση) ή για τον οριστικό διακανονισμό (οριστική διευθέτηση) του πάσης φύσεως μη εξυπηρετούμενου ιδιωτικού χρέους φυσικών, νομικών προσώπων και επιχειρήσεων προς τις Ελληνικές Τράπεζες και τα υποκαταστήματα αλλοδαπών πιστωτικών ιδρυμάτων που δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα.

Ως «Λύση Ρύθμισης» νοείται η τροποποίηση της σύμβασης με νέους όρους εξυπηρέτησης της οφειλής.

Ως «Λύση Οριστικής Διευθέτησης» νοείται η συμφωνία ιδρύματος και δανειολήπτη για την οριστική εξόφληση των οφειλών με όρους, που μπορεί να περιλαμβάνουν -μεταξύ άλλων- μεταβολή της κυριότητας των εξασφαλίσεων ή άλλων περιουσιακών στοιχείων του δανειολήπτη.

Προϋπόθεση για την εφαρμογή του Κώδικα Δεοντολογίας είναι η σύμβαση του ή των υπό εξέταση δανείων να μην έχει καταγγελθεί, και ο δανειολήπτης να είναι συνεργάσιμος.

 

Έννοια Συνεργάσιμου Δανειολήπτη

Ως συνεργάσιμος νοείται, όπως ο ορισμός αυτός αποφασίστηκε στο Κυβερνητικό Συμβούλιο Διαχείρισης Ιδιωτικού Χρέους του Ν. 4224/2013, ο δανειολήπτης που:

α) παρέχει πλήρη και επικαιροποιημένα στοιχεία επικοινωνίας στους δανειστές ή όποιον ενεργεί νομίμως για λογαριασμό τους και προβαίνει σε ορισμό συγγενικού ή φιλικού προσώπου, ως αντικλήτου επικοινωνίας για κάθε περίπτωση που ο ίδιος δεν είναι διαθέσιμος,

β) είναι διαθέσιμος σε επικοινωνία με τον δανειστή ή με όποιον ενεργεί νομίμως για λογαριασμό αυτού και ανταποκρίνεται με ειλικρίνεια και σαφήνεια, σε κλήσεις και επιστολές του δανειστή ή όποιου ενεργεί νομίμως για λογαριασμό του, αυτοπροσώπως είτε δια του αντικλήτου του, με κάθε πρόσφορο τρόπο, εντός 15 εργάσιμων ημερών,

γ) προβαίνει αυτοπροσώπως είτε δια του αντικλήτου του σε πλήρη και ειλικρινή γνωστοποίηση πληροφοριών προς το δανειστή ή όποιον ενεργεί νομίμως για λογαριασμό του, αναφορικά με την τρέχουσα οικονομική του κατάσταση, εντός 15 εργασίμων ημερών από την ημέρα μεταβολής της ή εντός 15 εργάσιμων ημερών από την ημέρα που θα ζητηθούν ανάλογες πληροφορίες από το δανειστή ή όποιον ενεργεί νομίμως για λογαριασμό του,

δ) προβαίνει αυτοπροσώπως είτε δια του αντικλήτου του, σε πλήρη και ειλικρινή γνωστοποίηση πληροφοριών, προς το δανειστή ή όποιον ενεργεί για λογαριασμό του, οι οποίες θα έχουν σημαντικές επιπτώσεις στην μελλοντική οικονομική του κατάσταση, εντός 15 εργάσιμων ημερών από την ημέρα που θα περιέλθουν σε γνώση του, και

ε) συναινεί σε διερεύνηση εναλλακτικής πρότασης αναδιάρθρωσης με το δανειστή ή όποιον ενεργεί νομίμως για λογαριασμό του, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στον Κώδικα Δεοντολογίας.

 

Στάδια Διαδικασίας Επίλυσης Καθυστερήσεων

Η διαδικασία της αντιμετώπισης δανειοληπτών που είτε παρουσιάζουν καθυστερήσεις, είτε εμφανίζουν ενδείξεις πιθανής καθυστέρησης (Διαδικασία Επίλυσης Καθυστερήσεων – Δ.Ε.Κ.) ακολουθεί τα ακόλουθα στάδια τα οποία κάθε τράπεζα οφείλει να εφαρμόζει:

 

Στάδιο 1: Επικοινωνία της τράπεζας με τον δανειολήπτη, στα πλαίσια της οποίας -μεταξύ άλλων- η τράπεζα οφείλει να ενημερώσει τον δανειολήπτη αφενός μεν ότι έχει ενταχθεί σε Διαδικασία Επίλυσης Καθυστερήσεων, αφετέρου δε για τις προϋποθέσεις χαρακτηρισμού του ως συνεργάσιμου αλλά και τις συνέπειες χαρακτηρισμού του ως μη συνεργάσιμου

 

Στάδιο 2: Συγκέντρωση οικονομικών και άλλων πληροφοριών.

 

Στάδιο 3: Αξιολόγηση των οικονομικών στοιχείων.

Κατά το στάδιο αυτό η τράπεζα οφείλει να αξιολογεί οπωσδήποτε, τα εξής:

Α. Για κάθε κατηγορία δανειολήπτη (δηλαδή τόσο τα φυσικά όσο και τα νομικά πρόσωπα):

– την οικονομική κατάσταση του δανειολήπτη,

– το συνολικό ύψος και τη φύση των χρεών του περιλαμβανομένων τυχόν οφειλών του έναντι άλλων τραπεζών,

– την τρέχουσα ικανότητα αποπληρωμής του δανειολήπτη,

– το ιστορικό οικονομικής συμπεριφοράς του δανειολήπτη, και

– την προβλεπόμενη ικανότητα αποπληρωμής των οφειλών εκ μέρους του δανειολήπτη, για την εκτίμηση της οποίας λαμβάνεται υποχρεωτικά υπόψη και το επίπεδο των «εύλογων δαπανών διαβίωσης» του δανειολήπτη εφόσον είναι φυσικό πρόσωπο.

Β. Αν ο δανειολήπτης αποτελεί επιχείρηση (ανεξάρτητα από τη νομική μορφή αυτής) η τράπεζα οφείλει να αξιολογεί επιπροσθέτως κατ’ ελάχιστον και τα εξής:

– το υποβαλλόμενο επιχειρηματικό σχέδιο ή σχέδιο αναδιάρθρωσης της επιχείρησης ή του ομίλου,

– την ιδία συμμετοχή των βασικών μετόχων στο χρηματοδοτικό πλάνο του επενδυτικού σχεδίου,

– τις προοπτικές ανάπτυξης του κλάδου της επιχείρησης,

– τις όποιες εκτιμώμενες μελλοντικές ταμειακές ροές, οι οποίες συνηγορούν υπέρ της εκτίμησης ότι υφίσταται δυνατότητα εξυπηρέτησης του ανειλημμένου χρέους, και

– τους παράγοντες κινδύνου του επιχειρηματικού σχεδίου, τις ενδεχόμενες επιπτώσεις στη δυνατότητα αποπληρωμής και τα πιθανά μέτρα αποφυγής αυτών των κινδύνων και των επιπτώσεών τους.

 

Στάδιο 4: Πρόταση των κατάλληλων λύσεων στον δανειολήπτη.

Η πρόταση της τράπεζας οφείλει να περιλαμβάνει οπωσδήποτε τα εξής:

– Περιγραφή των όρων της ή των προτεινόμενων λύσεων,

– Αναφορά ότι γίνεται στα πλαίσια των διατάξεων του Κώδικα Δεοντολογίας,

– Αναφορά των κριτηρίων αξιολόγησης της καταλληλότητας της ή των προτεινόμενων λύσεων. Στην περίπτωση που προσφέρεται μόνο λύση οριστικής διευθέτησης (και όχι και λύση ρύθμισης) πρέπει να αναφέρονται τα κριτήρια, βάσει των οποίων αποκλείστηκε η εξεύρεση κατάλληλης λύσης ρύθμισης,

– Επεξήγηση των επιπτώσεων κάθε εναλλακτικής λύσης, για την ευχερέστερη κατανόηση και σύγκριση του είδους και του ύψους του κόστους, εξόδων και επιβαρύνσεων των εναλλακτικών, στο μέτρο που ευλόγως μπορεί να εκτιμηθούν, το υπόλοιπο οφειλής που τυχόν θα πρέπει να αποπληρωθεί και μετά την υλοποίηση των λύσεων αυτών,

– Ενημέρωση για το δικαίωμα του δανειολήπτη να αναζητήσει συμβουλή ανεξάρτητου φορέα για την υποβοήθησή του στη λήψη απόφασης, ή αντιπρότασης, εάν αυτός το κρίνει απαραίτητο,

– Ενημέρωση για τη δυνατότητα του δανειολήπτη να προβεί εντός προθεσμίας, όχι μεγαλύτερης των δεκαπέντε (15) εργασίμων ημερών, σε μία εκ των παρακάτω ενεργειών:

(i) να παράσχει τη συναίνεσή του στην προτεινόμενη ή σε μία από τις προτεινόμενες λύσεις ή

(ii) να αντιπροτείνει γραπτώς ή

(iii) να δηλώσει γραπτώς ότι αρνείται να συναινέσει, με οποιαδήποτε πρόταση,

– Ενημέρωση για τα επόμενα βήματα ή και τις έννομες συνέπειες, σε κάθε μία εκ των περιπτώσεων ανωτέρω (όπως λ.χ. το χρονικό διάστημα μετά το οποίο μπορεί να κινηθούν οι διαδικασίες ρευστοποίησης εξασφαλίσεων) καθώς και για το δικαίωμα του δανειολήπτη να υποβάλει ένσταση στην Επιτροπή Ενστάσεων της τράπεζας εντός των προθεσμιών που προβλέπονται από τη Διαδικασία Εξέτασης Ενστάσεων (Δ.Ε.Ε.) της τράπεζας.

– Επισήμανση για τη σημασία της έγκαιρης ενημέρωσης της τράπεζας σε περίπτωση που η οικονομική κατάσταση του δανειολήπτη, βάσει της οποίας αξιολογήθηκε η προτεινόμενη λύση, μεταβληθεί.

Κατά την παρουσίαση της προτεινόμενης ή των εναλλακτικά προτεινόμενων λύσεων, η τράπεζας οφείλει να είναι δεκτική σε σχόλια και ερωτήματα από τους δανειολήπτες παρέχοντας όσο το δυνατόν πιο τυποποιημένη και εύληπτη πληροφόρηση στον δανειολήπτη, προκειμένου αυτός να κατανοήσει την πρόταση ή και τις διαφορές τόσο μεταξύ των εναλλακτικά προτεινόμενων λύσεων, σε περίπτωση που υφίστανται περισσότερες από μία, όσο και μεταξύ των υφιστάμενων και νέων όρων αποπληρωμής των οφειλών.

 

Στάδιο 5: Διαδικασία εξέτασης ενστάσεων

Η Διαδικασία Εξέτασης Ενστάσεων αποσκοπεί στον έλεγχο τήρησης των διαδικασιών του Κώδικα (πληρότητα στοιχείων, εμπρόθεσμη υποβολή, κ.λπ.). Δεν αφορά σε αντιρρήσεις του δανειολήπτη για τις πολιτικές και τις μεθοδολογίες που η τράπεζα γνωστοποιεί ότι εφαρμόζει στο πλαίσιο του Κώδικα, μπορεί όμως να υποβάλλεται για την μη τήρηση αυτών των διαδικασιών και μεθοδολογιών εκ μέρους της τράπεζας εφόσον αυτό έχει ως συνέπεια το χειρισμό του δανειολήπτη ως μη συνεργάσιμου.

Εάν η τράπεζα τηρήσει τις διαδικασίες αυτές, δεν μπορεί να υποβληθεί ένσταση επί της ουσία της αξιολόγησης του δανειολήπτη από αυτή.

Η εξέταση των ενστάσεων είναι υποχρεωτική μόνο για τα φυσικά πρόσωπα (στα οποία συμπεριλαμβάνονται και ο ατομικές επιχειρήσεις και οι επαγγελματίες) οφειλέτες ή εγγυητές, και μόνο στις περιπτώσεις που ο δανειολήπτης:

α. πρόκειται να παύσει ή έπαυσε να χαρακτηρίζεται ως συνεργάσιμος, και

β. το γεγονός αυτό να έχει ως κίνδυνο να καταλήξει να χάσει τη μοναδική του κατοικία.

Στις λοιπές περιπτώσεις, η εξέταση ενστάσεων είναι προαιρετική για την τράπεζα.

Η ένσταση μπορεί να υποβληθεί είτε μετά την προειδοποίηση του δανειολήπτη από την τράπεζα ότι επίκειται να χαρακτηριστεί / κατηγοριοποιηθεί ως μη συνεργάσιμος, είτε μετά την ειδοποίηση του δανειολήπτη από την τράπεζα ότι χαρακτηρίστηκε / κατηγοριοποιήθηκε ως μη συνεργάσιμος.

 

Τύποι Ρυθμίσεων

Στον Κώδικα Δεοντολογίας αναφέρονται ενδεικτικά οι συνήθεις στη διεθνή πρακτική τύποι ρυθμίσεων για δανειολήπτη ο οποίος βρίσκεται σε δυσχερή οικονομική κατάσταση και αδυνατεί να ανταποκριθεί στους υφιστάμενους όρους της πιστοδότησης, τους οποίους τυποποιεί ως εξής:

 Α. Λύση Ρύθμισης:

Ι.  Τύποι βραχυπρόθεσμων ρυθμίσεων 

Έχουν διάρκεια μικρότερη των πέντε ετών και επιλέγονται συνήθως σε περιπτώσεις που οι δυσκολίες αποπληρωμής κρίνονται βάσιμα ως προσωρινές. Παράλληλα, μπορεί να συμφωνείται νέο πρόγραμμα αποπληρωμής του υπολοίπου, μετά τη λήξη της βραχυπρόθεσμης περιόδου, με βάση συντηρητικές παραδοχές για την εκτιμώμενη μελλοντική ικανότητα αποπληρωμής του δανειολήπτη μέχρι τη λήξη του προγράμματος αποπληρωμής.

Ο Κώδικας Δεοντολογίας παραθέτει ενδεικτικά τις ακόλουθες λύσεις:

(α) Τόκοι μόνο («Interest Only»): Κατά τη διάρκεια καθορισμένης βραχυπρόθεσμης περιόδου, καταβάλλονται μόνο τόκοι.

(β) Μειωμένες δόσεις («Reduced Payment»): Μειώνεται το ποσό των τοκοχρεωλυτικών δόσεων αποπληρωμής (το νέο ποσό δόσης ενδέχεται να είναι μεγαλύτερο ή μικρότερο από το ποσό δόσης το οποίο θα αντιστοιχούσε σε ρύθμιση μόνο τόκων) για καθορισμένη βραχυπρόθεσμη περίοδο.

(γ) Περίοδος χάριτος («Grace Period»): παρέχει στο δανειολήπτη τη δυνατότητα προκαθορισμένης περιόδου αναστολής πληρωμών.

(δ) Αναβολή Πληρωμής Δόσης/Δόσεων («Skip Payment(s)»): παρέχεται, συμβατικά, η δυνατότητα στο δανειολήπτη να μεταφέρει χρονικά μία δόση του δανείου.

(ε) Τακτοποίηση Καθυστερούμενου Υπολοίπου («Arrears Settlement»): τακτοποίηση του ληξιπρόθεσμου υπολοίπου, συνήθως μέσω συμφωνίας ρευστοποίησης περιουσιακών στοιχείων και διατήρηση της απαίτησης για το άληκτο υπόλοιπο.

(στ) Κεφαλαιοποίηση ληξιπρόθεσμων οφειλών («Arrears Capitalization»): H κεφαλαιοποίηση των ληξιπρόθεσμων οφειλών και αναπροσαρμογή του προγράμματος αποπληρωμής του οφειλόμενου υπολοίπου. 

 

II. Τύποι μακροπρόθεσμων ρυθμίσεων 

Εδώ κατατάσσονται οι τύποι ρύθμισης με διάρκεια μεγαλύτερη των πέντε ετών, με στόχο τη μείωση της δόσης, σε συνδυασμό, ενδεχόμενα, με αύξηση του αριθμού τους και παράταση του χρόνου αποπληρωμής, λαμβάνοντας, σε κάθε περίπτωση υπόψη, συντηρητικές παραδοχές για την εκτιμώμενη μελλοντική ικανότητα αποπληρωμής του δανειολήπτη μέχρι τη λήξη του προγράμματος αποπληρωμής.

Ο Κώδικας Δεοντολογίας παραθέτει ενδεικτικά τις ακόλουθες λύσεις:

(α) Μόνιμη μείωση του επιτοκίου ή του συμβατικού περιθωρίου («Interest Rate Reduction»): Μόνιμη μείωση του επιτοκίου ή του επιτοκιακού περιθωρίου.

(β) Αλλαγή Τύπου Επιτοκίου («Interest Rate Type Change»): Αλλαγή του τύπου επιτοκίου, από κυμαινόμενο σε σταθερό ή αντίστροφα.

(γ) Παράταση της διάρκειας («Loan Term Extension»): Παράταση της διάρκειας αποπληρωμής του δανείου (δηλαδή της ημερομηνίας της τελευταίας συμβατικής καταβολής δόσης του δανείου).

(δ) Διαχωρισμός της χορήγησης («Split Balance»): Όταν μία τράπεζα συμφωνεί να διαχωρίσει ένα πχ. ενυπόθηκο δάνειο δανειολήπτη σε δύο τμήματα («tranches»):

i. ένα ενυπόθηκο δάνειο, το οποίο ο δανειολήπτης εκτιμάται ότι μπορεί να αποπληρώνει, με βάση την υφιστάμενη και την εκτιμώμενη μελλοντική ικανότητα αποπληρωμής αυτού και ii στο υπόλοιπο τμήμα του αρχικού δανείου, το οποίο τακτοποιείται μεταγενέστερα, με ρευστοποίηση περιουσίας ή άλλου είδους διευθέτηση, η οποία συμφωνείται εξ αρχής από τα δυο μέρη.

(ε) Μερική διαγραφή χρεών («Partial Debt Forgiveness/ Write Down»): Αυτή η επιλογή προβλέπει την οριστική διαγραφή μέρους της συνολικής απαίτησης της τράπεζας, ώστε να διαμορφωθεί σε ύψος, που εκτιμάται ότι είναι δυνατό να εξυπηρετηθεί ομαλά.

(στ) Πρόσθετη εξασφάλιση («Additional Collateralization»): Όταν λαμβάνονται πρόσθετες εξασφαλίσεις από το δανειολήπτη, στο πλαίσιο μιας ευρύτερης, ευνοϊκότερης για τον δανειολήπτη, ρύθμισης.

(ζ) Λειτουργική αναδιάρθρωση επιχείρησης («Operational Restructuring»): Αλλαγή της διοίκησης της επιχείρησης όταν οι πιστώτρια/ες τράπεζες θεωρούν την επιχείρηση βιώσιμη υπό προϋποθέσεις, αλλά η υφιστάμενη διοίκηση δεν συνεργάζεται προς αυτήν την κατεύθυνση. Η συγκεκριμένη επιλογή δεν συνιστά από μόνης της τύπο ρύθμισης για τους σκοπούς παραγωγής αναφορών του Κώδικα Δεοντολογίας, αλλά δύναται να συνδυάζεται με τις υπόλοιπες επιλογές ρύθμισης.

(η) Συμφωνίες ανταλλαγής χρέους με Μετοχικό Κεφάλαιο («Debt/equity swaps»): Εφαρμόζεται σε αναδιαρθρώσεις εταιρειών, όπου μέρος του χρέους μετατρέπεται σε Μετοχικό Κεφάλαιο και η τράπεζα καθίσταται μέτοχος της επιχείρησης, ώστε το υπόλοιπο του χρέους να μπορεί να εξυπηρετηθεί από τις προβλεπόμενες ταμειακές ροές του δανειολήπτη.

 

Β. Λύση Οριστικής Διευθέτησης

Τύποι Οριστικής Διευθέτησης 

Ως τύπος οριστικής διευθέτησης ορίζεται οποιαδήποτε μεταβολή του είδους συμβατικής σχέσης μεταξύ της τράπεζας και δανειολήπτη ή ο τερματισμός αυτής, με στόχο την οριστική τακτοποίηση της απαίτησης της τράπεζας έναντι του δανειολήπτη και η οποία μπορεί να συνδυάζεται με παράδοση (εθελοντική ή υποχρεωτική) της εμπράγματης εξασφάλισης στην τράπεζα προς μείωση του συνόλου της απαίτησης ή ακόμα και με ρευστοποίηση των εξασφαλίσεων προς κάλυψη της απαίτησης.

Ο Κώδικας Δεοντολογίας παραθέτει ενδεικτικά τις ακόλουθες λύσεις, η υιοθέτηση των οποίων, όπως επισημαίνει οφείλεται να εξετάζεται κάθε φορά σε σχέση με τις προβλέψεις του ελληνικού δικαίου:

(α) Εθελοντική Παράδοση Ενυπόθηκου Ακινήτου («Voluntary Surrender»): O δανειολήπτης, ο οποίος δεν μπορεί να ανταποκριθεί στους όρους αποπληρωμής ενυπόθηκου δανείου, παραχωρεί εθελοντικά (χωρίς να απαιτηθεί η προσφυγή σε δικαστικές ενέργειες εκ μέρους της τράπεζας), την κυριότητα του υπέγγυου ακινήτου στην τράπεζα. Στη σχετική συμφωνία προβλέπεται σαφώς ο τρόπος διευθέτησης του τυχόν υπολοίπου.

(β) Μετατροπή σε Χρηματοδοτική Μίσθωση («Mortgage to Lease»): O δανειολήπτης μεταβιβάζει την κυριότητα του ακινήτου στην τράπεζα υπογράφοντας σύμβαση χρηματοδοτικής μίσθωσης, η οποία του εξασφαλίζει τη δυνατότητα μίσθωσης και χρήσης για ορισμένη ελάχιστη χρονική περίοδο (συνήθως πέντε έτη).

(γ) Πώληση και ενοικίαση («Mortgage to Rent»): Ο δανειολήπτης μεταβιβάζει την κυριότητα του ακινήτου είτε στην τράπεζα είτε σε τρίτο. Η συμφωνία μπορεί να συνοδεύεται με παραχώρηση του δικαιώματος διαμονής στο ακίνητο έναντι μισθώματος (συνήθως για μια ελάχιστη περίοδο τριών ετών). Στη σχετική συμφωνία προβλέπεται σαφώς ο τρόπος διευθέτησης του τυχόν υπολοίπου.

(δ) Μεταβίβαση/Πώληση του δανείου/Αναπροσαρμοσμένο Υπόλοιπο («Outright Sale/Disposal/Discounted Pay−off»): Η μεταβίβαση του δανείου σε άλλο ίδρυμα, πιστωτή ή χρηματοδοτικό σχήμα.

(ε) Ανταλλαγή με στεγαστικό δάνειο μικρότερης αξίας («Trade Down»): Συμφωνία που επιτρέπει σε δανειολήπτη με οικονομικές δυσκολίες που έχει υποθηκευμένη την κύρια κατοικία του ή την επαγγελματική του στέγη να την πωλήσει αγοράζοντας νέα χαμηλότερης άξιας.

(στ) Διαχείριση σε εκκαθάριση: Ορίζεται η κατάσταση στην οποία η απαίτηση της τράπεζας αντιμετωπίζεται στο πλαίσιο της πτωχευτικής διαδικασίας.

(ζ) Ρευστοποίηση Εξασφαλίσεων: Ορίζεται η κατάσταση στην οποία η τράπεζα, έχοντας καταγγείλει τη δανειακή σύμβαση, εκκινεί διαδικασίες ρευστοποίησης των εξασφαλίσεων για την ικανοποίηση της απαίτησής του.

(η) Δικαστικές/Νομικές Ενέργειες: Ορίζονται οι ενέργειες οριστικής διευθέτησης που μπορεί να λαμβάνονται σε περίπτωση απουσίας ή εξάντλησης των εξασφαλίσεων και αφορούν την εκκίνηση δικαστικών ενεργειών έναντι περιουσιακών στοιχείων του δανειολήπτη για την κάλυψη των απαιτήσεων της τράπεζας.

 

Τέλος, επισημαίνεται ότι:

α. σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 1 του Ν. 4224/2013:

«Οι οφειλέτες δεν επιβαρύνονται από τους δανειστές με οποιαδήποτε χρέωση σε σχέση με την εξέταση των αιτημάτων τους για υπαγωγή στις διατάξεις του Κώδικα, τη διαδικασία αξιολόγησης και επιλογής των ρυθμίσεων και εν γένει τις υπηρεσίες που αφορούν στην εφαρμογή του Κώδικα» 

β. σύμφωνα με τον Κώδικα Δεοντολογίας (Γενικές Αρχές)

Σκοπός του Κώδικα Δεοντολογίας είναι η εύρεση της «κατάλληλης λύσης», δηλαδή εκείνης «που διασφαλίζει τη συμμόρφωση της τράπεζας με τις εποπτικές της υποχρεώσεις, λαμβάνοντας όμως, παράλληλα υπόψη το επίπεδο «εύλογων δαπανών διαβίωσης» του δανειολήπτη, εφόσον είναι φυσικό πρόσωπο.

Εάν, παρά το ότι αμφότερες οι συνθήκες τηρούνται, τα μέρη δεν συμφωνήσουν τελικώς σε κοινά αποδεκτή λύση, τότε η διαφωνία τους, μπορεί να επιλύεται εξωδικαστικά μέσω του Συνηγόρου του Καταναλωτή ή άλλων φορέων με αντικείμενο τη διαμεσολάβηση ή από τα αρμόδια δικαστήρια».

 

Πατήστε εδώ για τον Κώδικα Δεοντολογίας

Πατήστε εδώ για την τροποποίηση του Κώδικα Δεοντολογίας

Πατήστε εδώ για την Εγκύκλιο της Τράπεζας της Ελλάδος για την εφαρμογή του Κώδικα Δεοντολογίας

Copyright 2014 | Όροι Χρήσης

top