Τροχαίο 9.5.2018by Sergios

Και ξαφνικά σήμερα το πρωί, ξυπνήσαμε με ένα ακόμα συγκλονιστικό τροχαίο μέσα μάλιστα στην Αθήνα, στο ρεύμα της Εθνικής Οδού προς Πειραιά, κατά το οποίο μία νταλίκα πέρασε πάνω από τη διαχωριστική νησίδα και εμβόλισε δύο Ι.Χ. αυτοκίνητα, σκοτώνοντας δύο ανθρώπους και τραυματίζοντας σοβαρά έναν τρίτο.

Το γιατί ο οδηγός της νταλίκας έχασε τον έλεγχο, αν δηλαδή έτρεχε, αν έπαθε κάποια βλάβη η νταλίκα ή αν … κοιμήθηκε στο τιμόνι, μένει να αποδειχθεί. Αυτό όμως που εμφανίζεται ως γεγονός από τους δημοσιογράφους είναι ότι ο οδηγός της νταλίκας ήταν μεθυσμένος και ότι η ποσότητα αλκοόλ που βρέθηκε στο αίμα του ξεπερνούσε τα 0,75 χιλιοστά του γραμμαρίου ανά λίτρο εκπνεόμενου αέρα με όριο τα 0,10.

Και το ερώτημα που τίθεται –για άλλη μία φορά σε τέτοιες υποθέσεις– είναι ποιο θα είναι το κατηγορητήριο κατά του οδηγού της νταλίκας, αλλά κυρίως, ποια θα είναι τελικώς η ποινή που θα του επιβληθεί.

Γιατί βέβαια, διαβάζουμε σήμερα στα site ότι αναμένεται να ασκηθεί δίωξη για παραβίαση του άρθρου 250 Π.Κ. (διατάραξη της ασφάλειας των συγκοινωνιών) το οποίο, σε περίπτωση θανάτου, προβλέπει ποινή κάθειρξης, πάντοτε όμως υπάρχει το ενδεχόμενο / ελλοχεύει ο κίνδυνος (διαλέξτε όποια έκφραση προτιμάτε) όταν, μετά από χρόνια, κριθεί αμετάκλητα η υπόθεση η απόφαση της δικαιοσύνης να είναι ότι τελικά το έγκλημα του οδηγού της νταλίκας έγινε λόγω αμελείας. Και έτσι η ποινή να πέσει από τα 5 χρόνια έως ισόβια κάθειρξη στις 10 ημέρες έως 5 χρόνια φυλάκιση και μάλιστα με αναστολή ή εξαγοράσιμη.

Και τούτο, γιατί το άρθρο 250 Π.Κ. επιβάλλει την ποινή της κάθειρξης σε αυτόν που διαταράσσει την ασφάλεια της συγκοινωνίας με πρόθεση. Με πρόθεση (δόλο) όμως πράττει (άρθρο 27 παρ. 1 Π.Κ.) όποιος θέλει την παραγωγή των περιστατικών που κατά το νόμο απαρτίζουν την έννοια κάποιας αξιόποινης πράξης. Είναι όμως προφανές, ότι ο οδηγός (εκτός αν είχε αυτοκτονικές τάσεις) δεν ήθελε να γίνει το ατύχημα.

Τότε όμως, θα μου πείτε, μπορεί να καταδικαστεί για κακούργημα;

Μπορεί. Μόνο όμως αν αποδειχθεί ότι γνώριζε ότι από την πράξη του ενδέχετο να παραχθούν αυτά τα περιστατικά και το αποδέχθηκε. Αν δηλαδή κατηγορηθεί (που λογικά θα γίνει) και καταδικαστεί για πρόκληση του ατυχήματος με ενδεχόμενο δόλο.

Και εδώ αρχίζουν τα δύσκολα. Όχι μόνο γιατί αυτό είναι κάτι που θα κρίνει το Δικαστήριο, πιθανότατα δε ο Άρειος Πάγος πολλά χρόνια αργότερα, αλλά κυρίως γιατί σύμφωνα με τη νομολογία του Αρείου Πάγου ενδεχόμενος δόλος υπάρχει στην περίπτωση κατά την οποία ο δράστης δεν προβλέπει μεν το εγκληματικό αποτέλεσμα, αλλά επιδιώκει σε κάτι άλλο, προβλέπει, όμως, ότι η εκπλήρωση της επιδιώξεώς του αυτής θα έχει ως πιθανή συνέπεια την πραγμάτωση του εγκληματικού αποτελέσματος και, παρά ταύτα, προχωρεί στην τέλεση της πράξεώς του. Για τον προσδιορισμό της εννοίας της αποδοχής του εγκληματικού αποτελέσματος εκ μέρους του δράστη, του βουλητικού, δηλαδή, στοιχείου του ενδεχομένου δόλου, η επιστήμη, αλλά και η νομολογία δεν ανατρέχουν στους χώρους του συναισθηματικού, αλλά στο γνωσιολογικό στοιχείο, το οποίο ενεργεί συμπληρωματικά. Προσφέρει, δηλαδή, κατάλληλες ενδείξεις για τη βουλητική στάση του δράστη, προσδίδοντας σ’ αυτή το ακριβές περιεχόμενό της. Έτσι, «αποδέχομαι» τον κίνδυνο επελεύσεως του αποτελέσματος σημαίνει ότι σταθμίζω τα υπέρ και τα κατά με βάση τα δεδομένα στοιχεία και αποφασίζω να προβώ στην πράξη, για το λόγο ότι αυτό είναι σημαντικότερο από το φόβο μήπως επέλθει τελικώς το αποτέλεσμα. Ένα από τα κυριότερα αντικειμενικά κριτήρια που χρησιμοποιούνται για τον προσδιορισμό του γνωσιολογικού στοιχείου και, κατά συνέπεια, της βουλητικής στάσεως του δράστη, είναι το ποσοστό επικινδυνότητας, η χρησιμότητά του οποίου ως ενδεικτικού στοιχείου της βουλητικής στάσεως δεν μπορεί να αμφισβητηθεί, γιατί όταν ένας δράστης προβαίνει στο εγχείρημα, παρά το υψηλό ποσοστό κινδύνου, λογικό είναι να εξαχθεί το συμπέρασμα ότι αποδέχεται το αποτέλεσμα. Η «ελπίδα» και κατά μείζονα λόγο η απλή ευχή ή επιθυμία του δράστη να μην επέλθει το προβλεπόμενο από αυτόν ως ενδεχόμενο εγκληματικό αποτέλεσμα, εντάσσονται στο πεδίο του ενδεχόμενου δόλου και όχι στο πεδίο της συγγενούς προς αυτόν εννοίας της «ενσυνείδητης αμέλειας», για τη συνδρομή της οποίας απαιτείται όχι ελπίδα, αλλά πίστη περί μη επελεύσεως του εγκληματικού αποτελέσματος. Τούτο καθ’ όσον η συνέχιση της κινδυνώδους δραστηριότητας, έστω και με την ελπίδα αποφυγής του εγκληματικού αποτελέσματος, καταδεικνύει ότι σπουδαιότερη για το δράστη είναι η επίτευξη του τελικού σκοπού του, παρά η διαφύλαξη του εννόμου αγαθού, του οποίου πιθανολογείται η βλάβη. Προς την κατεύθυνση αυτή έχει εξελιχθεί και ο προσδιορισμός της εννοίας του ενδεχομένου δόλου από την επιστήμη και γίνεται δεκτό ότι τέτοιος δόλος υπάρχει στην περίπτωση κατά την οποία ο δράστης έλαβε σοβαρά υπ’ όψη το ενδεχόμενο πραγματώσεως της αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος και, αφού το στάθμισε με ό,τι επεδίωκε με την πράξη του, έκρινε αυτό ως τόσο σημαντικό, ώστε ακόμη και αν το αξιόποινο αποτέλεσμα δεν ήταν γι’ αυτόν αποδεκτό ή ήταν ακόμη και αποδοκιμαστέο, αποφάσισε, παρά ταύτα, να προχωρήσει στην πράξη, ελπίζοντας, ευχόμενος στην καλύτερη περίπτωση, ότι το αποτέλεσμα τελικώς δεν θα επέλθει. Η αποδοχή του εγκληματικού αποτελέσματος αποτελεί, κατά τα ανωτέρω, το κυρίαρχο στοιχείο της έννοιας του ενδεχομένου δόλου και εννοιολογικά είναι εντελώς διαφορετική από την πίστη ότι δεν θα επέλθει το εγκληματικό αποτέλεσμα, η οποία αποτελεί, κατά το άρθρο 28 του ΠΚ, στοιχείο της ενσυνείδητης αμέλειας, αλλά και την ειδοποιό διαφορά μεταξύ αυτής και ενδεχομένου δόλου, αφού η πρόβλεψη του εγκληματικού αποτελέσματος αποτελεί κοινό στοιχείο και των δύο. Δηλαδή ο ενδεχόμενος δόλος και η ενσυνείδητη αμέλεια μοιάζουν στο γνωστικό ή διανοητικό στοιχείο, αφού και στις δύο περιπτώσεις ο δράστης πιθανολογεί την επέλευση του αποτελέσματος. Διαφέρουν όμως ριζικά στο βουλητικό στοιχείο, διότι στην ενσυνείδητη αμέλεια ο δράστης αποκρούει εσωτερικά το αποτέλεσμα, ενεργεί όμως, γιατί εσφαλμένα πιστεύει ότι θα το αποφύγει, ενώ στον ενδεχόμενο δόλο ο δράστης την κρίσιμη χρονική στιγμή της πράξεως ή της παραλείψεώς του δεν απώθησε από τη συνείδησή του το εγκληματικό αποτέλεσμα που είχε προβλέψει και, εντεύθεν, το επιδοκίμασε. Ώστε λοιπόν ενδεχόμενος δόλος υπάρχει όταν ο δράστης γνωρίζει το αποτέλεσμα ως πιθανό (ενδεχόμενο) και το αποδέχεται, υπό την έννοια ότι το επιδοκιμάζει ή συμβιβάζεται με αυτό, δηλαδή προχωρεί στην επιδίωξη του στόχου του παρά τον υψηλό βαθμό επικινδυνότητας της συμπεριφοράς του, αδιαφορεί για την τύχη του εννόμου αγαθού, ενώ συγχρόνως δεν έχει λόγους να πιστεύει σε μια επιτυχή έκβαση του πράγματος και στη μη επέλευση του αποτελέσματος. Σε ό,τι αφορά ειδικά την υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος της διαταράξεως της ασφάλειας των συγκοινωνιών, για την κατάφαση του δόλου αρκεί να γνωρίζει και να αποδέχεται ο δράστης, έστω και ως ενδεχόμενο, ότι παραβιάζει τους κανόνες ασφαλούς οδηγήσεως, σύμφωνα με τον Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας, και ότι, από την παραβίαση αυτή, μπορεί το αυτοκίνητο να εκτραπεί της πορείας του και να συγκρουσθεί με άλλο όχημα ή να επιπέσει επί πεζών και να δημιουργηθεί έτσι κίνδυνος ανθρώπου.

Ζητώ ταπεινά συγγνώμη για το μακροσκελέστατο αυτό απόσπασμα της νομολογίας. Το παρέθεσα όμως προκειμένου να καταδείξω το πόσο δύσκολη είναι η, σε κάθε επιμέρους περίπτωση, κρίση για την ύπαρξη ή μη ενδεχόμενου δόλου.

Μάλιστα, προκειμένου να μην αναιρεθεί η τυχόν καταδικαστική απόφαση από τον Άρειο Πάγο, το Δικαστήριο θα πρέπει να αιτιολογεί ειδικώς την ύπαρξη του ενδεχόμενου δόλου, θα πρέπει δηλαδή να αναφέρει με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, από τα οποία αποδεικνύεται –μεταξύ άλλων– α) γιατί ο κατηγορούμενος, κατά την τέλεση της πράξης της διαταράξεως των συγκοινωνιών, βρισκόταν σε ενδεχόμενο δόλο, και β) αν αυτός την κρίσιμη χρονική στιγμή της παραβατικής συμπεριφοράς του κατά την οδήγηση δεν είχε απωθήσει από τη συνείδησή του το εγκληματικό αποτέλεσμα, ότι, δηλαδή, με τον τρόπο που οδηγούσε, θα διατάρασσε την ασφάλεια των συγκοινωνιών, που είχε προβλέψει και, επομένως, το επιδοκίμασε…

Με άλλα λόγια, ένα έγκλημα για το οποίο το κοινό περί δικαίου αίσθημα ζητά την παραδειγματική τιμωρία του δράστη, για ένα έγκλημα που σε άλλες χώρες η φυλάκιση του δράστη είναι δεδομένη, στη χώρα μας μπορεί να κριθεί ως απλή αμελή συμπεριφορά και αυτός να μην περάσει ούτε μία ημέρα στη φυλακή…

Είναι, κατά τη γνώμη του γράφοντος, πλέον επιτακτική η ανάγκη αλλαγής της νομοθεσίας και η επιβολή ξεκάθαρων και αυστηρότερων ποινών σε περίπτωση τέλεσης σοβαρών τραυμάτων ή θανάτων υπό την επήρεια αλκοόλ και λοιπών ουσιών.

Και βέβαια, είναι επιβεβλημένο να αλλάξει το σύστημα εκπαίδευσης έτσι ώστε να μη χρειάζεται το κράτος να τιμωρεί τέτοια ατυχήματα, αλλά απλά … να τα προλαμβάνει.

Δείτε το άρθρο στο autoholix.com

Copyright 2014 | Όροι Χρήσης

top