Τρίτεκνοι – Πολύτεκνοι και Φόρος Πολυτελείας Αυτοκινήτων
Ο νόμος 3454/2006 προβλέπει την απαλλαγή του φόρου ταξινόμησης των αυτοκινήτων που αγοράζουν οι τρίτεκνες και πολύτεκνες οικογένειες. Πρόκειται για τα αυτοκίνητα με τις γνωστές «κόκκινες πινακίδες». Ή με άλλα λόγια για αυτοκίνητα ΕΙΔΙΚΟΥ ΣΚΟΠΟΥ, τα οποία δεν αγοράζονται με σκοπό την πολυτέλεια, αλλά λόγω των προφανών αναγκών της οικογενειών αυτών για τη μετακίνησή τους και τα οποία στην συντριπτική του πλειονότητα είναι επταθέσια.
Όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται στην Αιτιολογική Έκθεση του νόμου 3454/2006:
«Η θεμελιώδης συνεισφορά της οικογένειας στο γενικότερο συμφέρον του κοινωνικού συνόλου απορρέει από την κυρίαρχη λειτουργία της αναφορικά με τη γέννηση και την ανατροφή των παιδιών. Η πληθυσμιακή αύξηση και η φυσιολογική ανάπτυξη των παιδιών και των εφήβων αποτελούν αναγκαίες προϋποθέσεις τόσο για τη βιολογική ανανέωση ενός λαού, όσο και για την κοινωνικοοικονομική εξέλιξη του. Ταυτόχρονα όμως, η φροντίδα των παιδιών συνιστά ιδιαίτερα δύσκολη αποστολή, καθώς συνεπάγεται την επιβάρυνση των γονέων και ιδιαίτερα της μητέρας, τόσο σε οικονομικό όσο και σε προσωπικό επίπεδο.
Εν όψει των δεδομένων αυτών, η αρχή της κοινωνικής δικαιοσύνης και το δημόσιο συμφέρον επιβάλλουν την υιοθέτηση ειδικών δράσεων για την ενίσχυση της οικογένειας στο έργο της συντήρησης των παιδιών. Η διευκόλυνση της οικογένειας στην προσπάθεια της να διατηρήσει το επίπεδο διαβίωσης της και να εξασφαλίσει συνθήκες υγιούς ανάπτυξης για τα παιδιά της, αποτελεί αντικείμενο της οικογενειακής πολιτικής. Τα μέτρα οικογενειακής πολιτικής περιλαμβάνουν ένα σύνθετο πλέγμα χρηματικών παροχών, κοινωνικών υπηρεσιών και πλεονεκτημάτων, καθώς και φορολογικών εκπτώσεων ή απαλλαγών.
Στην Ελλάδα, η υποχρέωση του κοινού νομοθέτη να λαμβάνει μέτρα προστασίας της οικογένειας και του παιδιού συνιστά συνταγματική επιταγή αλλά και δέσμευση που έχει αναλάβει η χώρα μας έναντι της διεθνούς κοινότητας.
Ειδικότερα, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 21 του Συντάγματος, το κράτος εγγυάται την προστασία της οικογένειας, της μητρότητας και του παιδιού, και συνεπώς ο κοινός νομοθέτης υποχρεούται να προβαίνει στη λήψη μέτρων προστασίας είτε μέσω της δημιουργίας ειδικών δομών και υπηρεσιών είτε μέσω της παροχής οικονομικής ενίσχυσης και κοινωνικών ωφελημάτων. […].
Εξάλλου, η υιοθέτηση μέτρων προστασίας ενισχύεται, στην περίπτωση των πολύτεκνων οικογενειών, με βάση τις διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 21 του Συντάγματος. Ο συνταγματικός νομοθέτης προέβλεψε την υποχρέωση του κράτους για λήψη μέτρων αυξημένης προστασίας, με βάση τον εύλογο συλλογισμό ότι η αύξηση του αριθμού των παιδιών διογκώνει τα οικογενειακά βάρη. […]. Η προστασία της οικογένειας και του παιδιού εντάσσεται στο ευρύτερο πλαίσιο λειτουργίας του Κοινωνικού Κράτους. Σύμφωνα με το άρθρο 25 παρ. 1 και 2 του Συντάγματος, το Κράτος είναι υποχρεωμένο να διασφαλίζει την άσκηση των θεμελιωδών δικαιωμάτων του ανθρώπου και η εγγύηση της προστασίας αυτής είναι αναγκαίος όρος για την επίτευξη του απώτερου στόχου ύπαρξης της συντεταγμένης πολιτείας, που είναι η «πραγμάτωση της κοινωνικής προόδου μέσα σε ελευθερία και δικαιοσύνη».
Ωστόσο, παράλληλα με την προστασία της οικογένειας, το Σύνταγμα επιβάλλει και τη λήψη μέτρων για τη δημιουργία συνθηκών που να ευνοούν την αύξηση των γεννήσεων. Η ενθάρρυνση της δημιουργίας πολυμελών οικογενειών, με στόχο την επίτευξη του επιθυμητού ρυθμού πληθυσμιακής εξέλιξης, αποτελεί αντικείμενο της δημογραφικής πολιτικής.[…]
Εκτός όμως από συνταγματική επιταγή, η υποχρέωση του Έλληνα νομοθέτη για λήψη μέτρων προστασίας της οικογένειας και του παιδιού, προβλέπεται και από τις διατάξεις Διεθνών Συνθηκών που η χώρα μας έχει επικυρώσει, ως μέλος Διεθνών Οργανισμών.[…]» (υπογράμμιση δική μου).
Είναι αξιοσημείωτη η ιδιαίτερη αναφορά που κάνει η Αιτιολογική Έκθεση του νόμου στη συμβολή του τρίτου παιδιού στη δημογραφική πολιτική.
Όπως επί λέξει αναφέρει:
«Κατά, την τελευταία δεκαετία, η σημασία του τρίτου παιδιού στην δημογραφική πολιτική έχει καταστεί ιδιαίτερα κρίσιμη. Κατ’ αρχάς, η συμβολή των γεννήσεων τρίτου παιδιού στο συνολικό αριθμό γεννήσεων της χώρας μας (10,85%) είναι υπερδιπλάσια από την αντίστοιχη συμβολή των γεννήσεων τέταρτου, πέμπτου κ.ο.κ. παιδιού (4,45%). Επιπλέον, όσον αφορά τους στόχους της δημογραφικής πολιτικής, ο δείκτης ανανέωσης των γενεών είναι 2,1 παιδιά ανά γυναίκα σε αναπαραγωγική ηλικία, ενώ η ιδανική αναλογία αυτή τη περίοδο για την Ελλάδα υπολογίζεται σε 2,5 παιδιά ανά γυναίκα. Είναι, συνεπώς, προφανές ότι η απόκτηση τρίτου παιδιού εξυπηρετεί αποτελεσματικά τους βασικούς δημογραφικούς στόχους της χώρας. Εξάλλου, αποτελεί και ένα σαφώς πιο ρεαλιστικό στόχο για το μέσο σύγχρονο ζευγάρι εν όψει της αύξησης της μέσης ηλικίας τεκνοποίησης της Ελληνίδας (27,3 ετών σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία της Ε.Σ.Υ.Ε.), που συνδέεται τόσο με την αλλαγή νοοτροπίας και κοινωνικών αντιλήψεων όσο και με την καθυστερημένη επαγγελματική αποκατάσταση των περισσότερων νέων, λόγω δυσλειτουργιών της αγοράς εργασίας. Από την άλλη πλευρά, τα στατιστικά στοιχεία για τη φτώχεια και την οικονομική επισφάλεια των οικογενειών με παιδιά, αποδεικνύουν ότι ο οικονομικός προγραμματισμός της οικογένειας δεν διαταράσσεται στο τέταρτο αλλά στο τρίτο παιδί. Συγκεκριμένα, πρόσφατα στοιχεία της Ε.Σ.Υ.Ε. δείχνουν ότι ενώ το ποσοστό φτώχειας στις οικογένειες με δύο παιδιά αντιστοιχεί στο 19%, με την απόκτηση τρίτου παιδιού το ποσοστό αυτό εκτινάσσεται στο 32%. Αντίθετα, το ποσοστό φτώχειας των οικογενειών με πάνω από τρία παιδιά δεν απέχει ιδιαίτερα, καθώς ανέρχεται στο 36%» (υπογράμμιση δική μου).
Παρόλα αυτά, με το νόμο 4111/2013 επιβλήθηκε φόρος «πολυτελούς διαβίωσης στα ποσά της ετήσιας αντικειμενικής δαπάνης που προκύπτουν από την κυριότητα ή κατοχή επιβατικών αυτοκινήτων ιδιωτικής χρήσης μεγάλου κυβισμού» δηλαδή των αυτοκινήτων από 1929 cc και άνω χωρίς να εξαιρεθούν, παρά τα όσα αναφέρει η Αιτιολογική Έκθεση του νόμου 3454/2006, τα αυτοκίνητα με «κόκκινες πινακίδες».
Η αντίφαση είναι προφανής:
Από τη μια μεριά το κράτος δίνει κίνητρα στους τρίτεκνους και πολύτεκνους να αποκτήσουν αυτοκίνητα που αλλιώς δεν θα αποκτούσαν, και από την άλλη το ίδιο κράτος τους τα παίρνει πίσω.
Σκοπός του νόμου 4111/2013, σύμφωνα με την Αιτιολογική του Έκθεση είναι:
α. η «διεύρυνση της φορολογικής βάσης», και
β. η «φορολογική δικαιοσύνη, µε την αναλογική συμμετοχή όλων των πολιτών στα δημόσια βάρη».
Είναι όμως έτσι;
Σύμφωνα με την Επιστημονική Υπηρεσία της Βουλής «από τη διατύπωση της διάταξης δεν είναι σαφές εάν αντικείμενο της εισφοράς είναι η περιουσία ή το τεκμαρτό εισόδημα που προκύπτει από την κυριότητα ή την κατοχή των ανωτέρω περιουσιακών στοιχείων. Στην πρώτη περίπτωση, εάν γίνει δεκτό ότι αντικείμενο της εισφοράς είναι η περιουσία, παρατηρείται ότι η αρχή της φορολόγησης βάσει της φοροδοτικής ικανότητας θα επέβαλε εισφορά βάσει της αξίας του περιουσιακού στοιχείου και όχι «της αντικειμενικής δαπάνης» της χρήσης του. Στη δεύτερη περίπτωση, εάν γίνει δεκτό ότι αντικείμενο της εισφοράς είναι το τεκμαρτό εισόδημα που προκύπτει από την κυριότητα ή την κατοχή των ανωτέρω περιουσιακών στοιχείων, η προτεινόμενη διάταξη οδηγεί σε επιβολή τριπλής φορολογίας επί του ιδίου εισοδήματος, δεδομένου ότι η ίδια τεκμαρτή δαπάνη αποτελεί αντικείμενο της εισφοράς του άρθρου 29 του ν. 3986/2011, της εισφοράς του άρθρου 30 του ν. 3986/2011 αλλά και της εισφοράς του υπό εξέταση άρθρου».
Συνεπώς ο πρώτος σκοπός της «διεύρυνσης της φορολογικής βάσης» ΔΕΝ υλοποιείται αφού ΔΕΝ διευρύνεται η φορολογική βάση, σύμφωνα δε με την ως άνω κρίση της Επιστημονικής Υπηρεσίας της Βουλής ότι ο νόμος αυτός «οδηγεί σε επιβολή τριπλής φορολογίας επί του ιδίου εισοδήματος» στα ίδια πρόσωπα.
Ούτε όμως και ο δεύτερος σκοπός της «φορολογικής δικαιοσύνη» υλοποιείται αφού το χρησιμοποιούμενο κριτήριο των … κυβικών εκατοστών όχι μόνο δεν επιτυγχάνει την «αναλογική συμμετοχή όλων των πολιτών στα δημόσια βάρη» αλλά οδηγεί σε κραυγαλέες αδικίες με την ισοπεδωτική αντιμετώπιση καθόλα διάφορων περιπτώσεων.
Και τούτο, γιατί ο προσδιορισμός της «πολυτελούς διαβίωσης» με κριτήριο τα κυβικά του αυτοκινήτου και ΜΟΝΟ, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη κανένα άλλο κριτήριο όπως:
- – η αξία του αυτοκινήτου,
- – το πραγματικό ποσό που δαπανήθηκε για την αγορά του, και
- – αν αυτό αποκτήθηκε ως καινούργιο ή μεταχειρισμένο,
οδηγεί στο νομικά και λογικά παράδοξο και παράλογο αποτέλεσμα οχήματα με σαφώς μεγαλύτερη αξία, για τα οποία δαπανήθηκαν μεγαλύτερα ποσά, κάτω όμως των 1929 cc, να θεωρούνται ως «μη πολυτελή» και οχήματα με καταφανώς μικρότερη αξία από αυτά με μοναδικό κριτήριο τον κυβισμό τους να θεωρούνται ως «πολυτελή».
Όλως ενδεικτικά αναφέρουμε μερικά από τα αυτοκίνητα που σύμφωνα με το κριτήριο του νόμου ΔΕΝ θεωρούνται πολυτελή:
- Το Alfa Romeo 4C, το sport coupe, το οποίο –σημειωτέον– θα κατασκευαστεί σε μόλις 500 κομμάτια (!!), με τιμή 81.700,00 €, πλην όμως με 1.742 cc,
- Το Aston Martin Cygnet, το mini της Aston Martin με τιμή που διαμορφώνεται κατόπιν παραγγελίας σύμφωνα δε με τα δημοσιεύματα ανέρχεται περίπου στα 40.000,00 €, πλην όμως με 1.330 cc,
- Το Audi TT Roadster, το sport coupe με τιμή 39.500,00 €, πλην όμως με 1.798 cc,
- Το Audi A5 Cabriolet με τιμή 56.100,00 €, πλην όμως με 1.798 cc,
- Το BMW i3 με τιμή 36.150,00 €, πλην όμως με μόλις 647 cc όσο δηλαδή και μια μέση μηχανή !!,
- Το Lexus CT 200h LUXURY (sic) με τιμή 52.300,00 €, πλην όμως με 1.798 cc,
- Το Lotus Elise με τιμή που διαμορφώνεται κατόπιν παραγγελίας σύμφωνα δε με τα δημοσιεύματα ανέρχεται περίπου στα 67.400,00 €, πλην όμως με 1.796 cc,
- Το Mercedes C Coupe 250 CGI με τιμή 45.750,00 €, πλην όμως με 1.796 cc,
- Το Mercedes C Estate 250 CGI με τιμή 46.200,00 €, πλην όμως με 1.796 cc,
- Το Mercedes E Cabrio 200 CGI με τιμή 54.000,00 €, πλην όμως με 1.796 cc,
- Το Mercedes E Cabrio 250 CGI με τιμή 59.250,00 €, πλην όμως με 1.796 cc,
- Το Mercedes E Coupe 200 CGI με τιμή 48.700,00 €, πλην όμως με 1.796 cc,
- Το Mercedes E Coupe 250 CGI με τιμή 54.350,00 €, πλην όμως με 1.796 cc,
- Το Mercedes E Estate 200 CGI με τιμή 51.800,00 €, πλην όμως με 1.796 cc,
- Το Mercedes E Estate 250 CGI με τιμή 58.600,00 €, πλην όμως με 1.796 cc,
- Το Mercedes SLK 200 με τιμή 45.700,00 €, πλην όμως με 1.796 cc,
- Το Mercedes SLK 250 με τιμή 49.650,00 €, πλην όμως με 1.796 cc,
- Το Opel Ampera με τιμή 45.500,00 €, πλην όμως με 1.398 cc,
- Το Volvo S80 D2 με τιμή 47.090,00 €, πλην όμως με 1.560 cc,
- Το Volvo S80 T4 Summum με τιμή 47.690,00 €, πλην όμως με 1.596 cc,
Και όμως όλα τα ως άνω αυτοκίνητα (ούτε καν το Lexus που αυτοπροσδιορίζεται ως … LUXURY, δηλαδή πολυτελές!!!) δεν θεωρούνται ως πολυτελή, παρά το γεγονός ότι η αξία τους είναι κατά πολύ μεγαλύτερη από τα αυτοκίνητα που κατά κύριο λόγο επιλέγουν οι τρίτεκνοι και οι πολύτεκνοι δηλαδή επταθέσια όπως το Citroen Picasso, το Fiat Doblo, το Ford S–Max, το Nissan Quashqai, το Opel Zafira, το Peugeot 3008, το Renault Scenic, το Toyota Verso, το VW Touran.
Σπορ διθέσια αυτοκίνητα, όπως το Alfa Romeo 4C, το Audi TT, το Lotus Elise δεν θεωρούνται από το νόμο πολυτελή, αλλά θεωρεί πολυτέλεια … άκρως οικογενειακά αυτοκίνητα όπως τα παραπάνω.
Περαιτέρω, οδηγεί στην με όμοιο τρόπο φορολόγηση αυτοκινήτων που το μόνο κοινό που έχουν είναι τα κυβικά του κινητήρα τους, πλην όμως διαφέρουν εντυπωσιακά στα λοιπά τους χαρακτηριστικά και δη στην ΤΙΜΗ τους. Είναι χαρακτηριστικό ότι στην πρώτη κλίμακα του φόρου πολυτελείας στην οποία περιλαμβάνονται οχήματα από 1.929 cc έως 2.500 cc, οι τιμές κυμαίνονται από 23.350,00 € (Seat Leon SC) έως 86.600,00 € (Lexus IS).
Είναι αυτό «φορολογική δικαιοσύνη»;
Η απάντηση είναι προφανής. ΔΕΝ είναι. Και δεν είναι γιατί η ως άνω διάταξη αντίκειται εκτός από την … κοινή λογική και στις διατάξεις του Συντάγματος. Ειδικότερα:
Ι. Παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας
Όπως γίνεται παγίως δεκτό από τη νομολογία των Δικαστηρίων (ενδεικτικά ΟλΑΠ 5/2013) «Σύμφωνα με το άρθρο 25 παρ. 1 του ισχύοντος Συντάγματος, μετά την αναθεώρηση αυτού με το από 6/17 Απριλίου 2001 Ψήφισμα της Ζ` Αναθεωρητικής Βουλής, τα δικαιώματα του ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου και η αρχή του κοινωνικού κράτους τελούν υπό την προστασία του Κράτους. Όλα τα κρατικά όργανα υποχρεούνται να διασφαλίζουν την ανεμπόδιστη και αποτελεσματική άσκηση της. Οι κάθε είδους περιορισμοί που μπορούν κατά το Σύνταγμα να επιβληθούν στα δικαιώματα αυτά πρέπει να προβλέπονται είτε απευθείας από το Σύνταγμα είτε από το νόμο, εφόσον υπάρχει επιφύλαξη υπέρ αυτού και να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι αποδέκτης της επιταγής για σεβασμό της αρχής της αναλογικότητας είναι ο κοινός νομοθέτης που θεσπίζει περιορισμό ατομικών δικαιωμάτων με νόμο, σύμφωνα με την υπέρ αυτού συνταγματική επιφύλαξη, σε αντιδιαστολή με το δικαστή, ο οποίος απλώς οφείλει να ελέγχει αν η αρχή αυτή έχει τηρηθεί και, σε αποφατική περίπτωση, να αρνείται την εφαρμογή του νόμου ως αντισυνταγματικού (πλειοψ. Ολ.ΑΠ 6/2009). Η εν λόγω αρχή, η οποία κατατείνει στην εκλογίκευση των επαχθών παρεμβάσεων της κρατικής εξουσίας στα ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα του ανθρώπου και του πολίτη, παραβιάζεται όταν η συγκεκριμένη κρατική παρέμβαση δεν είναι,
α) πρόσφορη για την επίτευξη του σκοπού που επιδιώκεται με αυτήν,
β) αναγκαία για την επίτευξη του εν λόγω σκοπού, με την έννοια ότι το αυτό αποτέλεσμα δεν μπορεί να επιτευχθεί με ένα ανώδυνο ή ηπιότερο μέσο και
γ) αναλογική εν στενή έννοια, δηλαδή να τελεί σε εσωτερική αλληλουχία προς τον επιδιωκόμενο σκοπό, ώστε η αναμενόμενη ωφέλεια να μην είναι ποιοτικά και ποσοτικά κατώτερη από τη βλάβη που προκαλείται (Ολ.ΑΠ 271-2008).
Με βάση τα εν λόγω κριτήρια της αρχής της αναλογικότητας αξιολογείται η παρεχόμενη από το άρθρο 26 παρ. 1 του Συντάγματος εξουσία του νομοθέτη να θέτει κατά τη ρύθμιση των βιοτικών σχέσεων και τον καθορισμό των κυρώσεων και υποχρεώσεων που απορρέουν από τη συμπεριφορά των πολιτών, ελάχιστα ή ανώτατα όρια, κατ’ αφηρημένη αξιολόγηση, εντός των οποίων ο δικαστής προβαίνει στην εξειδίκευση του κανόνα δικαίου, ενόψει της συγκεκριμένης περιπτώσεως».
Ο «φόρος πολυτελείας» όμως ΔΕΝ είναι ούτε πρόσφορος, ούτε αναγκαίος, ούτε αναλογικός εν στενή έννοια. Ειδικότερα:
α) ΔΕΝ είναι πρόσφορος, γιατί τελικώς οδηγεί σε αντίθετα από τα επιδιωκόμενα αποτελέσματα, αφού οδηγεί στη με μαζικό τρόπο κατάθεση των πινακίδων κυκλοφορίας και εν τέλει την είσπραξη λιγότερου φόρου από το επιδιωκόμενο,
β) ΔΕΝ είναι αναγκαίος, αφού η επίτευξη του σκοπού του νόμου μπορούσε να επιτευχθεί με ηπιότερο μέσο δηλαδή τη φορολόγηση της πραγματικής πολυτελούς διαβίωσης και όχι της κρινόμενης ως τέτοιας «κατά τεκμήριο», και
γ) ΔΕΝ είναι αναλογικός εν στενή έννοια, γιατί δεν τελεί σε εσωτερική αλληλουχία προς τον επιδιωκόμενο σκοπό, με αποτέλεσμα η αναμενόμενη ωφέλεια να είναι ποιοτικά και ποσοτικά κατώτερη από τη βλάβη που προκαλείται.
Επισημαίνεται ότι αρκεί η παραβίαση ενός και μόνο από τα ως άνω κριτήρια για την αντίθεση μιας διάταξης νόμου στην αρχή της αναλογικότητας.
Εν προκειμένω βέβαια παραβιάζονται και τα τρία !!!
Ειδικά μάλιστα για τις η με τον τρόπο αυτό αντιμετώπιση των τρίτεκνων και πολύτεκνων οικογενειών (που μεταξύ άλλων περιλαμβάνει και την κατάργηση του αφορολόγητου) οδηγεί στη ΜΕΙΩΣΗ του πληθυσμού της χώρας, αφού όχι μόνο δεν προσφέρει κίνητρα για τη δημιουργία οικογένειας, αλλά στην πράξη λειτουργεί «τιμωρητικά». Είναι χαρακτηριστικό ότι σύμφωνα με την ευρωπαϊκή στατιστική υπηρεσία, στη χώρα μας ο πληθυσμός μειώθηκε κατά 60.500 το 2012 και ότι μαζί με την Ιταλία η χώρα μας καταγράφει τον τρίτο χαμηλότερο δείκτη γεννήσεων (9‰) στην ΕΕ.
Φορολογικές επιλογές σαν την ανωτέρω, δεν είναι, ασφαλώς, άμοιρες ευθυνών.
ΙΙ. Παραβιάζει την αρχή της ισότητας
Σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ. 5 του ισχύοντος Συντάγματός μας «Οι Έλληνες πολίτες συνεισφέρουν χωρίς διακρίσεις στα δημόσια βάρη ανάλογα με τις δυνάμεις τους».
Σύμφωνα με την πάγια νομολογία της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας (βλ. σχετικά Ολ ΣτΕ 2527/13, 2528/13, 2529/13, 2530/13, 2531/13, 2469/08, 2470/08, 2471/08) «Επειδή, το άρθρο 4 του Συντάγματος ορίζει στην παράγραφο 1 ότι: «Οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου» και στην παράγραφο 5 ότι: «Οι Έλληνες συνεισφέρουν χωρίς διακρίσεις στα δημόσια βάρη, ανάλογα με τις δυνάμεις τους». Από τις διατάξεις αυτές σε συνδυασμό με το άρθρο 78 παρ. 1 του Συντάγματος, που καθορίζει, κατά τα προεκτεθέντα, τα στοιχεία που μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο φορολογικής επιβάρυνσης (εισόδημα, περιουσία, δαπάνες ή συναλλαγές), συνάγεται ότι ο νομοθέτης είναι, κατ’ αρχήν, ελεύθερος να καθορίζει τις διάφορες μορφές των οικονομικών επιβαρύνσεων για την δημιουργία δημοσίων εσόδων προς κάλυψη των δαπανών του Κράτους, που δύνανται να επιβληθούν στους βαρυνόμενους πολίτες με διαφόρους τρόπους, περιορίζεται, όμως, από ορισμένες γενικές αρχές, με τις οποίες επιδιώκεται από τον συνταγματικό νομοθέτη η πραγμάτωση των κανόνων της φορολογικής δικαιοσύνης και του κράτους δικαίου γενικότερα. Οι αρχές αυτές είναι συγκεκριμένα η καθολικότητα της επιβαρύνσεως και η ισότητα αυτής έναντι των βαρυνομένων, εξειδικευόμενη με τον, κατ’ αρχήν, βάσει ορισμένης φοροδοτικής ικανότητας, καθορισμό του φορολογικού βάρους, το οποίο, πάντως, επιβάλλεται επί συγκεκριμένης και εξ αντικειμένου οριζόμενης φορολογητέας ύλης, όπως είναι, κατ’ άρθρο 78 παρ. 1 του Συντάγματος, το εισόδημα, η περιουσία, οι δαπάνες ή οι συναλλαγές. Κατά την έννοια δε των ιδίων ως άνω συνταγματικών διατάξεων, ο φόρος δεν αποκλείεται να βαρύνει ορισμένο μόνον κύκλο προσώπων ή πραγμάτων, εφ’ όσον πλήττει ορισμένη φορολογητέα ύλη, η οποία, κατ’ αυτό τον τρόπο, επιτρέπει την επιβάρυνση του συγκεκριμένου αυτού κύκλου φορολογουμένων βάσει γενικών και αντικειμενικών κριτηρίων που τελούν σε συνάφεια με το ρυθμιζόμενο θέμα» (υπογράμμιση δική μου).
Βασικές λοιπόν προϋποθέσεις για τη συνταγματικότητα του νόμου για τη φορολόγηση της «πολυτελούς διαβίωσης» είναι:
α. «η καθολικότητα της επιβαρύνσεως και η ισότητα αυτής έναντι των βαρυνομένων»
Σύμφωνα με τη γνώμη των Συμβούλων Μ. Παπαδοπούλου και Μ. Πικραμένου στη με αριθμό 1972/13 απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της επικρατείας «Το άρθρο 4 παρ. 5 του Συντάγματος, στο οποίο ορίζεται ότι οι έλληνες πολίτες συνεισφέρουν χωρίς διακρίσεις στα δημόσια βάρη, ανάλογα με τις δυνάμεις τους, αποτελεί ειδικότερη εκδήλωση της αρχής της ισότητας που επιτάσσει τη συμμετοχή όλων των ελλήνων πολιτών στην εκπλήρωση των οικονομικών υποχρεώσεων τους προς την Πολιτεία, μέσω της καταβολής φόρων, με σκοπό την κάλυψη των δημοσίων δαπανών. Από τις διατάξεις του ανωτέρω άρθρου συνάγεται, περαιτέρω, ότι η επιβολή φόρων στους Έλληνες πολίτες πρέπει να βασίζεται: α) στην αναλογική ισότητα υπό την έννοια ότι οι πολίτες συμμετέχουν στις φορολογικές υποχρεώσεις σύμφωνα με τις οικονομικές τους δυνάμεις και επομένως δεν επιτρέπεται η αντιμετώπισή τους επί τη βάσει της αριθμητικής – μαθηματικής ισότητας που θα οδηγούσε στην ίδια μεταχείριση των οικονομικά ευρωστότερων με τους οικονομικά ασθενέστερους, β) στη φοροδοτική ικανότητα των πολιτών η οποία επιβάλλει στο νομοθέτη να λαμβάνει υπόψη ότι υπάρχει ένα όριο κατά τη θεσμοθέτηση φορολογικών επιβαρύνσεων, τυχόν υπέρβαση του οποίου πλήττει τη δυνατότητά τους να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις αυτές και ταυτόχρονα να διατηρήσουν ένα ανεκτό βιοτικό επίπεδο. Οι εν λόγω απορρέουσες από το άρθρο 4 παρ. 5 του Συντάγματος επιταγές προς τον κοινό νομοθέτη ισχύουν ακόμα και σε περιόδους οικονομικών κρίσεων κατά τις οποίες η Πολιτεία αναγκάζεται να λάβει έκτακτα οικονομικά μέτρα, τα οποία επιβάλλονται παραλλήλως με τους τακτικούς φόρους, για τη θεραπεία επιτακτικών αναγκών υπέρτερου εθνικού συμφέροντος και έχουν ως συνέπεια ιδιαίτερα επαχθείς επιβαρύνσεις για μεγάλες κατηγορίες πολιτών» (υπογράμμιση δική μου).
β. τα χρησιμοποιούμενα κριτήρια να μην είναι απλώς γενικά και αντικειμενικά, αλλά κυρίως να «τελούν σε συνάφεια με το ρυθμιζόμενο θέμα».
Το χρησιμοποιούμενο όμως από το νόμο, που επιβάλλει φόρο πολυτελούς διαβίωσης στα αυτοκίνητα άνω των 1.929 cc, κριτήριο των κυβικών εκατοστών και μόνο παραβιάζει και τις δύο ως άνω προϋποθέσεις, γιατί οδηγεί στην ίδια μεταχείριση τους οικονομικά ευρωστότερους με τους οικονομικά ασθενέστερους. Και βέβαια αντιμετωπίζει με τον ίδιο τρόπο τους γονείς έως δύο τέκνων και τους τρίτεκνους και πολύτεκνους παρά τα όσα το ίδιο το κράτος έχει αναγνωρίζει ως δικαιώματα για αυτούς.
Περαιτέρω δε, ναι μεν το κριτήριο των κυβικών του αυτοκινήτου είναι γενικό και αντικειμενικό, πλην όμως δεν τελεί σε συνάφεια με το ρυθμιζόμενο θέμα αφού δεν είναι ικανό κατά την κοινή πείρα για να χρησιμοποιηθεί ως τεκμήριο ύπαρξης αντίστοιχης οικονομικής δύναμης και επομένως, φοροδοτικής ικανότητας των ιδιοκτητών των εν λόγω αυτοκινήτων, αφού για την αγορά ενός καινούργιου «πολυτελούς» κατά τη λογική του νόμου αυτοκινήτου μπορεί κάποιος πολίτης να καταβάλει 23.000,00 €, μπορεί όμως και να καταβάλει και 86.000,00 €.
Είναι λοιπόν παραπάνω από προφανές, όπως είναι αντιληπτό στον μέσο κοινό νου, ότι το κριτήριο αυτό όχι μόνο δεν οδηγεί σε ασφαλή συμπεράσματα για την οικονομική δύναμη συνακόλουθα δε και τη φοροδοτική ικανότητα των πολιτών, αλλά οδηγεί στην ίδια μεταχείριση τους οικονομικά ευρωστότερους με τους οικονομικά ασθενέστερους, παραβιάζοντας έτσι τη συνταγματικά κατοχυρωμένη αρχή της ισότητας.
Υπενθυμίζεται ότι η Επιστημονική Επιτροπή της Βουλής γνωμοδότησε ότι η αρχή της φορολόγησης βάσει της φοροδοτικής ικανότητας επιβάλει εισφορά βάσει της αξίας του περιουσιακού στοιχείου και όχι «της αντικειμενικής δαπάνης» της χρήσης του.
ΙΙΙ. Παραβιάζει τις διατάξεις για την προστασία της οικογένειας
Παραβιάζει δηλαδή όλα όσα αναφέρει η ως άνω Αιτιολογική Έκθεση του νόμου 3454/2006. Για άλλη μία φορά το κράτος φάσκει και αντιφάσκει …
Είναι άραγε πολυτέλεια το να θέλει κάποιος να μεταφέρει με ασφάλεια τα παιδιά του;
Είναι άραγε πολυτέλεια το να θέλει κάποιος να τοποθετεί σωστά και με ασφάλεια τα παιδιά του στο αυτοκίνητο και να μην τα «τσουβαλιάζει» σε ένα ακατάλληλο αυτοκίνητο εκθέτοντάς τα σε κίνδυνο σε περίπτωση τροχαίου ατυχήματος;
Είναι δίκαιο την βοήθεια που προσέφερε η πολιτεία μέσω της απαλλαγής του τέλους ταξινόμησης, να την παίρνει κυριολεκτικά πίσω μέσω του φόρου πολυτελείας;
Αναρωτήθηκαν άραγε οι εμπνευστές του νόμου και οι βουλευτές που τον ψήφισαν αν οι γονείς των τριών ή περισσότερων παιδιών θα αγόραζαν επταθέσια οικογενειακά αυτοκίνητα αν δεν αποφάσιζαν να αποκτήσουν τρία ή περισσότερα παιδιά;
Αναρωτήθηκαν άραγε ποιος θα πληρώνει στο μέλλον τις συντάξεις τους;