Οδήγηση υπό την επήρεια οινοπνεύματος και πρόκληση τροχαίουby Sergios

Στο άρθρο 30 του Σχεδίου Νόμου «Μέτρα Θεραπείας ατόμων που απαλλάσσονται από την ποινή λόγω ψυχικής ή διανοητικής διαταραχής και λοιπές διατάξεις» προβλέπεται η προσθήκη στο άρθρο 42 του Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας (Ν. 2696/1999), νέας παραγράφου με αριθμό 12 με το ακόλουθο περιεχόμενο:

«Στον οδηγό οχήματος (ή κάθε μεταφορικού μέσου) που προκάλεσε θανατηφόρο ατύχημα, ο οποίος οδηγούσε υπό την επήρεια οινοπνεύματος και η συγκέντρωση οινοπνεύματος στο αίμα του είναι άνω του 0,50 g/l αφαιρείται (σ.σ. με απόφαση της αστυνομικής αρχής) επί τόπου η άδεια ικανότητας οδηγού για διάστημα πέντε (5) ετών […]».

Με άλλα δηλαδή λόγια, αν βεβαίως ψηφιστεί η διάταξη αυτή από τη Βουλή και γίνει νόμος του Ελληνικού Κράτους, το αστυνομικό όργανο θα έχει την υποχρέωση να αφαιρέσει, και μάλιστα επί τόπου, την άδεια ικανότητας οδηγού, από αυτόν που «προκάλεσε» θανατηφόρο ατύχημα εφόσον οδηγούσε υπό την επήρεια οινοπνεύματος με συγκέντρωση οινοπνεύματος στο αίμα του άνω του 0,50 g/l.

Προϋπόθεση όμως της επιβολής της ποινής αυτής είναι η εκ μέρους του αστυνομικού οργάνου … διαπίστωση του υπαιτίου του ατυχήματος.

Και γεννάται εύλογα το ερώτημα:

Με ποια ακριβώς ιδιότητα θα κρίνει το εκάστοτε αστυνομικό όργανο το ποιός ή ποιοί προκάλεσαν ή, με άλλα λόγια, το ποιός ή ποιοί από τους εμπλεκόμενους (οδηγούς ή/και πεζούς) ήταν υπαίτιοι για το ατύχημα; Δεν είναι αυτό αρμοδιότητα των αρμοδίων Δικαστηρίων; Πώς είναι δυνατό ένα όργανο της εκτελεστικής εξουσίας να επιβάλει μια ποινή που, στην ουσία της, είναι παρεπόμενη της κύριας ποινής (της καταδίκης δηλαδή για ανθρωποκτονία από αμέλεια λόγω θανατηφόρου τροχαίου ατυχήματος) η δε επιβολή της προϋποθέτει την (τελεσίδικη) τιμωρία του δράστη από τα αρμόδια Δικαστήρια;

Αλλά και πρακτικά, (ακόμα και αν ήθελε γίνει δεκτό ότι με κάποιο τρόπο θα μπορούσε να ξεπεραστεί το ζήτημα αυτό και γίνει αποδεκτό από τη νομολογία ότι μια τέτοια δυνατότητα είναι σύμφωνη με το Σύνταγμα) γεννάται το ερώτημα πώς θα είναι, επί της ουσίας, σε θέση το εκάστοτε αστυνομικό όργανο να κρίνει –και μάλιστα «επί τόπου»– τον ή τους υπαίτιους του ατυχήματος; Πώς θα κρίνει πριν καν ολοκληρωθεί η προανάκριση;

Και τι θα γίνει αν η κρίση αυτή του αστυνομικού είναι εσφαλμένη;

Πώς θα αποζημιωθεί ο οδηγός που κρίθηκε ότι «προκάλεσε» το ατύχημα, έχασε το δίπλωμά του για πέντε χρόνια και εν τέλει το Δικαστήριο έκρινε ότι … τελικά υπαίτιος του ατυχήματος ήταν κάποιος άλλος;

Κατά της απόφασης βέβαια αφαίρεσης του διπλώματος, προβλέπεται η δυνατότητα άσκησης προσφυγής ενώπιον του κατά τόπο αρμοδίου εισαγγελέα πλημμελειοδικών είτε για την ακύρωση της πράξης αφαίρεσης είτε για τη μείωση του χρόνου αφαίρεσης. Προβλέπεται ακόμα και η δυνατότητα συνεδρίασης του Δικαστηρίου και πριν από την εκδίκαση της κύριας ποινικής υπόθεσης κατά την αυτόφωρη διαδικασία. Υποτίθεται ότι έτσι επιταχύνεται η κρίση επί της απόφασης αφαίρεσης του διπλώματος. Πώς όμως θα κρίνει το Δικαστήριο χωρίς να έχει ολοκληρωθεί η προανάκριση από την τροχαία; Δεν θα κρίνει. Γιατί δεν θα μπορεί και αναγκαστικά θα αναβάλει την συζήτηση της υπόθεσης. Και ποιος άραγε εγγυάται ότι η διαδικασία θα είναι πράγματι γρήγορη; Μα βεβαίως κανείς. Και έτσι ένας οδηγός θα έχει στερηθεί το δίπλωμά του, ενδεχομένως, αδίκως …

Είναι προφανές ότι οι συντάκτες της διάταξης είχαν στο μυαλό τους «εντυπωσιακά» ατυχήματα όπου ένας καταφανώς μεθυσμένος οδηγός χάνει τον έλεγχο του αυτοκινήτου, της μηχανής ή του όποιου οχήματος οδηγεί και προκαλεί ένα τροχαίο με προφανή (αν και υπάρχουν περιπτώσεις που ακόμα και τα προφανή αποδεικνύονται λιγότερο … προφανή) υπαιτιότητα.

Από την απλή όμως και μόνο ανάγνωση της διάταξης αυτής προκύπτουν «αφελείς» απορίες όπως:

• γιατί εξαιρεί από το πεδίο εφαρμογής της άλλες περιπτώσεις, όπως η πρόκληση μόνιμης αναπηρίας;

• γιατί εξαιρεί από το πεδίο εφαρμογής της τους υπαίτιους που βρίσκονται υπό την επήρεια άλλων τοξικών ουσιών ή φαρμάκων και τιμωρεί μόνο όσους βρίσκονται υπό την επήρεια οινοπνεύματος;

Η απάντηση είναι απλή: Γιατί, δυστυχώς, (και) η διάταξη αυτή είναι άλλη μία διάταξη που συντάχθηκε χωρίς ουσιαστική μελέτη του, ιδιαιτέρως σοβαρού, ζητήματος της οδήγησης υπό την επήρεια οινοπνεύματος. Άλλη μία διάταξη σπασμωδικού χαρακτήρα χωρίς αρχή, μέση και τέλος. Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό της προχειρότητας της διάταξης αυτής το γεγονός ότι δεν διευκρινίζει με σαφήνεια αν η ως άνω συγκέντρωση οινοπνεύματος (0,50 g/l) αφορά σε μέτρηση με τη μέθοδο της αιμοληψίας ή αν γίνεται στον εκπνεόμενο αέρα με αντίστοιχη συσκευή αλκοολομέτρου. Υποθέτουμε ότι, αφού ρυθμίζει τις συνέπειες θανατηφόρου ατυχήματος, και αφού, σύμφωνα με την πρόβλεψη της παρ. 3 του άρθρου 42 του Κ.Ο.Κ. «σε περίπτωση θανατηφόρου τροχαίου ατυχήματος ο έλεγχος για τη διαπίστωση ύπαρξης στον οργανισμό οινοπνεύματος […] γίνεται υποχρεωτικά με αιμοληψία», το 0,50 g/l αναφέρεται σε συγκέντρωση που προκύπτει κατόπιν αιμοληψίας. Αν όμως μια διάταξη χρήζει ερμηνείας σε ζητήματα, όπως οι προϋποθέσεις εφαρμογής της, τότε κάτι δεν πάει καλά με τη διάταξη αυτή.

Και όλα αυτά, τη στιγμή, που σύμφωνα με την πάγια νομολογία των Δικαστηρίων, η παραβίαση διατάξεων του Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας δεν θεμελιώνει αυτή καθεαυτή υπαιτιότητα του παραβάτη. Με άλλα λόγια, το ότι κάποιος οδηγούσε μεθυσμένος δεν σημαίνει απαραιτήτως ότι ήταν υπαίτιος του ατυχήματος στο οποίο ενεπλάκη.

Για να μη παρεξηγηθώ. Δεν υποστηρίζω σε καμία περίπτωση την οδήγηση υπό την επήρεια οινοπνεύματος ή άλλων ουσιών. Είναι μια πράξη ιδιαιτέρως επικίνδυνη και για τους ίδιους και για τους λοιπούς χρήστες του δρόμου. Οι ποινές μάλιστα, θα έπρεπε, κατά τη γνώμη μου, να είναι ακόμα αυστηρότερες. Σε άλλες χώρες τέτοιοι δράστες καταλήγουν στη φυλακή, υποχρεώνονται δε και στην παροχή κοινωνικής εργασίας και στη συμμετοχή σε διαφημιστικά spots.

Αυτό όμως πρέπει να γίνεται από τα Δικαστήρια. Αυτά, και μόνο αυτά, πρέπει να είναι αρμόδια για την επιβολή των παρεπόμενων ποινών. Το αστυνομικό όργανο θα πρέπει μόνο να επιβάλλει τις προβλεπόμενες διοικητικές κυρώσεις για τα αντικειμενικά γεγονότα. Εφόσον ο εμπλεκόμενος οδηγός, είτε είναι είτε όχι υπαίτιος του ατυχήματος, οδηγούσε υπό την επήρεια οινοπνεύματος θα πρέπει να επιβάλλει την ήδη προβλεπόμενη από τον Κ.Ο.Κ. ποινή αφαίρεσης του διπλώματος.

Όταν (δηλαδή, για να θυμηθούμε και τα … ελληνικά μας, ότε και ΑΝ) ο οδηγός κριθεί, από τα αρμόδια Δικαστήρια, υπαίτιος του ατυχήματος, τότε να τιμωρηθεί με αυστηρό (για τον ίδιο) και παραδειγματικό (για τους άλλους) τρόπο.

Δείτε το άρθρο στο autoholix.com

Copyright 2014 | Όροι Χρήσης

top