Category Archive for ‘blog’
Τρίτεκνοι / Πολύτεκνοι και Φόρος Πολυτελείας Αυτοκινήτωνby Sergios
Ο νόμος 3454/2006 προβλέπει την απαλλαγή του φόρου ταξινόμησης των αυτοκινήτων που αγοράζουν οι τρίτεκνες και πολύτεκνες οικογένειες. Πρόκειται για τα αυτοκίνητα με τις γνωστές «κόκκινες πινακίδες». Ή με άλλα λόγια για αυτοκίνητα ΕΙΔΙΚΟΥ ΣΚΟΠΟΥ, τα οποία δεν αγοράζονται με σκοπό την πολυτέλεια, αλλά λόγω των προφανών αναγκών της οικογενειών αυτών για τη μετακίνησή τους και τα οποία στην συντριπτική του πλειονότητα είναι επταθέσια.
Όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται στην Αιτιολογική Έκθεση του νόμου 3454/2006:
«Η θεμελιώδης συνεισφορά της οικογένειας στο γενικότερο συμφέρον του κοινωνικού συνόλου απορρέει από την κυρίαρχη λειτουργία της αναφορικά με τη γέννηση και την ανατροφή των παιδιών. Η πληθυσμιακή αύξηση και η φυσιολογική ανάπτυξη των παιδιών και των εφήβων αποτελούν αναγκαίες προϋποθέσεις τόσο για τη βιολογική ανανέωση ενός λαού, όσο και για την κοινωνικοοικονομική εξέλιξη του. Ταυτόχρονα όμως, η φροντίδα των παιδιών συνιστά ιδιαίτερα δύσκολη αποστολή, καθώς συνεπάγεται την επιβάρυνση των γονέων και ιδιαίτερα της μητέρας, τόσο σε οικονομικό όσο και σε προσωπικό επίπεδο.
Εν όψει των δεδομένων αυτών, η αρχή της κοινωνικής δικαιοσύνης και το δημόσιο συμφέρον επιβάλλουν την υιοθέτηση ειδικών δράσεων για την ενίσχυση της οικογένειας στο έργο της συντήρησης των παιδιών. Η διευκόλυνση της οικογένειας στην προσπάθεια της να διατηρήσει το επίπεδο διαβίωσης της και να εξασφαλίσει συνθήκες υγιούς ανάπτυξης για τα παιδιά της, αποτελεί αντικείμενο της οικογενειακής πολιτικής. Τα μέτρα οικογενειακής πολιτικής περιλαμβάνουν ένα σύνθετο πλέγμα χρηματικών παροχών, κοινωνικών υπηρεσιών και πλεονεκτημάτων, καθώς και φορολογικών εκπτώσεων ή απαλλαγών.
Στην Ελλάδα, η υποχρέωση του κοινού νομοθέτη να λαμβάνει μέτρα προστασίας της οικογένειας και του παιδιού συνιστά συνταγματική επιταγή αλλά και δέσμευση που έχει αναλάβει η χώρα μας έναντι της διεθνούς κοινότητας. Ειδικότερα, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 21 του Συντάγματος, το κράτος εγγυάται την προστασία της οικογένειας, της μητρότητας και του παιδιού, και συνεπώς ο κοινός νομοθέτης υποχρεούται να προβαίνει στη λήψη μέτρων προστασίας είτε μέσω της δημιουργίας ειδικών δομών και υπηρεσιών είτε μέσω της παροχής οικονομικής ενίσχυσης και κοινωνικών ωφελημάτων. […].
Εξάλλου, η υιοθέτηση μέτρων προστασίας ενισχύεται, στην περίπτωση των πολύτεκνων οικογενειών, με βάση τις διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 21 του Συντάγματος. Ο συνταγματικός νομοθέτης προέβλεψε την υποχρέωση του κράτους για λήψη μέτρων αυξημένης προστασίας, με βάση τον εύλογο συλλογισμό ότι η αύξηση του αριθμού των παιδιών διογκώνει τα οικογενειακά βάρη. […]. Η προστασία της οικογένειας και του παιδιού εντάσσεται στο ευρύτερο πλαίσιο λειτουργίας του Κοινωνικού Κράτους. Σύμφωνα με το άρθρο 25 παρ. 1 και 2 του Συντάγματος, το Κράτος είναι υποχρεωμένο να διασφαλίζει την άσκηση των θεμελιωδών δικαιωμάτων του ανθρώπου και η εγγύηση της προστασίας αυτής είναι αναγκαίος όρος για την επίτευξη του απώτερου στόχου ύπαρξης της συντεταγμένης πολιτείας, που είναι η «πραγμάτωση της κοινωνικής προόδου μέσα σε ελευθερία και δικαιοσύνη».
Ωστόσο, παράλληλα με την προστασία της οικογένειας, το Σύνταγμα επιβάλλει και τη λήψη μέτρων για τη δημιουργία συνθηκών που να ευνοούν την αύξηση των γεννήσεων. Η ενθάρρυνση της δημιουργίας πολυμελών οικογενειών, με στόχο την επίτευξη του επιθυμητού ρυθμού πληθυσμιακής εξέλιξης, αποτελεί αντικείμενο της δημογραφικής πολιτικής. […]
Εκτός όμως από συνταγματική επιταγή, η υποχρέωση του Έλληνα νομοθέτη για λήψη μέτρων προστασίας της οικογένειας και του παιδιού, προβλέπεται και από τις διατάξεις Διεθνών Συνθηκών που η χώρα μας έχει επικυρώσει, ως μέλος Διεθνών Οργανισμών. […]» (υπογράμμιση δική μου).
Είναι αξιοσημείωτη η ιδιαίτερη αναφορά που κάνει η Αιτιολογική Έκθεση του νόμου στη συμβολή του τρίτου παιδιού στη δημογραφική πολιτική. Όπως επί λέξει αναφέρει:
«Κατά, την τελευταία δεκαετία, η σημασία του τρίτου παιδιού στην δημογραφική πολιτική έχει καταστεί ιδιαίτερα κρίσιμη. Κατ’ αρχάς, η συμβολή των γεννήσεων τρίτου παιδιού στο συνολικό αριθμό γεννήσεων της χώρας μας (10,85%) είναι υπερδιπλάσια από την αντίστοιχη συμβολή των γεννήσεων τέταρτου, πέμπτου κ.ο.κ. παιδιού (4,45%). Επιπλέον, όσον αφορά τους στόχους της δημογραφικής πολιτικής, ο δείκτης ανανέωσης των γενεών είναι 2,1 παιδιά ανά γυναίκα σε αναπαραγωγική ηλικία, ενώ η ιδανική αναλογία αυτή τη περίοδο για την Ελλάδα υπολογίζεται σε 2,5 παιδιά ανά γυναίκα. Είναι, συνεπώς, προφανές ότι η απόκτηση τρίτου παιδιού εξυπηρετεί αποτελεσματικά τους βασικούς δημογραφικούς στόχους της χώρας. Εξάλλου, αποτελεί και ένα σαφώς πιο ρεαλιστικό στόχο για το μέσο σύγχρονο ζευγάρι εν όψει της αύξησης της μέσης ηλικίας τεκνοποίησης της Ελληνίδας (27,3 ετών σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία της Ε.Σ.Υ.Ε.), που συνδέεται τόσο με την αλλαγή νοοτροπίας και κοινωνικών αντιλήψεων όσο και με την καθυστερημένη επαγγελματική αποκατάσταση των περισσότερων νέων, λόγω δυσλειτουργιών της αγοράς εργασίας. Από την άλλη πλευρά, τα στατιστικά στοιχεία για τη φτώχεια και την οικονομική επισφάλεια των οικογενειών με παιδιά, αποδεικνύουν ότι ο οικονομικός προγραμματισμός της οικογένειας δεν διαταράσσεται στο τέταρτο αλλά στο τρίτο παιδί. Συγκεκριμένα, πρόσφατα στοιχεία της Ε.Σ.Υ.Ε. δείχνουν ότι ενώ το ποσοστό φτώχειας στις οικογένειες με δύο παιδιά αντιστοιχεί στο 19%, με την απόκτηση τρίτου παιδιού το ποσοστό αυτό εκτινάσσεται στο 32%. Αντίθετα, το ποσοστό φτώχειας των οικογενειών με πάνω από τρία παιδιά δεν απέχει ιδιαίτερα, καθώς ανέρχεται στο 36%» (υπογράμμιση δική μου).
Παρόλα αυτά, με το νόμο 4111/2013 επιβλήθηκε φόρος «πολυτελούς διαβίωσης στα ποσά της ετήσιας αντικειμενικής δαπάνης που προκύπτουν από την κυριότητα ή κατοχή επιβατικών αυτοκινήτων ιδιωτικής χρήσης μεγάλου κυβισμού» δηλαδή των αυτοκινήτων από 1929 cc και άνω χωρίς να εξαιρεθούν, παρά τα όσα αναφέρει η Αιτιολογική Έκθεση του νόμου 3454/2006, τα αυτοκίνητα με «κόκκινες πινακίδες».
Η αντίφαση είναι προφανής:
Από τη μια μεριά το κράτος δίνει κίνητρα στους τρίτεκνους και πολύτεκνους να αποκτήσουν αυτοκίνητα που αλλιώς δεν θα αποκτούσαν, και από την άλλη το ίδιο κράτος τους τα παίρνει πίσω.
Σκοπός του νόμου 4111/2013, σύμφωνα με την Αιτιολογική του Έκθεση είναι:
α. η «διεύρυνση της φορολογικής βάσης», και
β. η «φορολογική δικαιοσύνη, µε την αναλογική συμμετοχή όλων των πολιτών στα δημόσια βάρη».
Είναι όμως έτσι;
Σύμφωνα με την Επιστημονική Υπηρεσία της Βουλής «από τη διατύπωση της διάταξης δεν είναι σαφές εάν αντικείμενο της εισφοράς είναι η περιουσία ή το τεκμαρτό εισόδημα που προκύπτει από την κυριότητα ή την κατοχή των ανωτέρω περιουσιακών στοιχείων. Στην πρώτη περίπτωση, εάν γίνει δεκτό ότι αντικείμενο της εισφοράς είναι η περιουσία, παρατηρείται ότι η αρχή της φορολόγησης βάσει της φοροδοτικής ικανότητας θα επέβαλε εισφορά βάσει της αξίας του περιουσιακού στοιχείου και όχι «της αντικειμενικής δαπάνης» της χρήσης του. Στη δεύτερη περίπτωση, εάν γίνει δεκτό ότι αντικείμενο της εισφοράς είναι το τεκμαρτό εισόδημα που προκύπτει από την κυριότητα ή την κατοχή των ανωτέρω περιουσιακών στοιχείων, η προτεινόμενη διάταξη οδηγεί σε επιβολή τριπλής φορολογίας επί του ιδίου εισοδήματος, δεδομένου ότι η ίδια τεκμαρτή δαπάνη αποτελεί αντικείμενο της εισφοράς του άρθρου 29 του ν. 3986/2011, της εισφοράς του άρθρου 30 του ν. 3986/2011 αλλά και της εισφοράς του υπό εξέταση άρθρου».
Συνεπώς ο πρώτος σκοπός της «διεύρυνσης της φορολογικής βάσης» ΔΕΝ υλοποιείται αφού ΔΕΝ διευρύνεται η φορολογική βάση, σύμφωνα δε με την ως άνω κρίση της Επιστημονικής Υπηρεσίας της Βουλής ότι ο νόμος αυτός «οδηγεί σε επιβολή τριπλής φορολογίας επί του ιδίου εισοδήματος» στα ίδια πρόσωπα.
Ούτε όμως και ο δεύτερος σκοπός της «φορολογικής δικαιοσύνη» υλοποιείται αφού το χρησιμοποιούμενο κριτήριο των … κυβικών εκατοστών όχι μόνο δεν επιτυγχάνει την «αναλογική συμμετοχή όλων των πολιτών στα δημόσια βάρη» αλλά οδηγεί σε κραυγαλέες αδικίες με την ισοπεδωτική αντιμετώπιση καθόλα διάφορων περιπτώσεων.
Και τούτο, γιατί ο προσδιορισμός της «πολυτελούς διαβίωσης» με κριτήριο τα κυβικά του αυτοκινήτου και ΜΟΝΟ, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη κανένα άλλο κριτήριο όπως:
- η αξία του αυτοκινήτου,
- το πραγματικό ποσό που δαπανήθηκε για την αγορά του, και
- αν αυτό αποκτήθηκε ως καινούργιο ή μεταχειρισμένο,
οδηγεί στο νομικά και λογικά παράδοξο και παράλογο αποτέλεσμα οχήματα με σαφώς μεγαλύτερη αξία, για τα οποία δαπανήθηκαν μεγαλύτερα ποσά, κάτω όμως των 1929 cc, να θεωρούνται ως «μη πολυτελή» και οχήματα με καταφανώς μικρότερη αξία από αυτά με μοναδικό κριτήριο τον κυβισμό τους να θεωρούνται ως «πολυτελή».
Όλως ενδεικτικά αναφέρουμε μερικά από τα αυτοκίνητα που σύμφωνα με το κριτήριο του νόμου ΔΕΝ θεωρούνται πολυτελή:
- Το Alfa Romeo 4C, το sport coupe, το οποίο –σημειωτέον– θα κατασκευαστεί σε μόλις 500 κομμάτια (!!), με τιμή 81.700,00 €, πλην όμως με 1.742 cc,
- Το Aston Martin Cygnet, το mini της Aston Martin με τιμή που διαμορφώνεται κατόπιν παραγγελίας σύμφωνα δε με τα δημοσιεύματα ανέρχεται περίπου στα 40.000,00 €, πλην όμως με 1.330 cc,
- Το Audi TT Roadster, το sport coupe με τιμή 39.500,00 €, πλην όμως με 1.798 cc,
- Το Audi A5 Cabriolet με τιμή 56.100,00 €, πλην όμως με 1.798 cc,
- Το BMW i3 με τιμή 36.150,00 €, πλην όμως με μόλις 647 cc όσο δηλαδή και μια μέση μηχανή !!,
- Το Lexus CT 200h LUXURY (sic) με τιμή 52.300,00 €, πλην όμως με 1.798 cc,
- Το Lotus Elise με τιμή που διαμορφώνεται κατόπιν παραγγελίας σύμφωνα δε με τα δημοσιεύματα ανέρχεται περίπου στα 67.400,00 €, πλην όμως με 1.796 cc,
- Το Mercedes C Coupe 250 CGI με τιμή 45.750,00 €, πλην όμως με 1.796 cc,
- Το Mercedes C Estate 250 CGI με τιμή 46.200,00 €, πλην όμως με 1.796 cc,
- Το Mercedes E Cabrio 200 CGI με τιμή 54.000,00 €, πλην όμως με 1.796 cc,
- Το Mercedes E Cabrio 250 CGI με τιμή 59.250,00 €, πλην όμως με 1.796 cc,
- Το Mercedes E Coupe 200 CGI με τιμή 48.700,00 €, πλην όμως με 1.796 cc,
- Το Mercedes E Coupe 250 CGI με τιμή 54.350,00 €, πλην όμως με 1.796 cc,
- Το Mercedes E Estate 200 CGI με τιμή 51.800,00 €, πλην όμως με 1.796 cc,
- Το Mercedes E Estate 250 CGI με τιμή 58.600,00 €, πλην όμως με 1.796 cc,
- Το Mercedes SLK 200 με τιμή 45.700,00 €, πλην όμως με 1.796 cc,
- Το Mercedes SLK 250 με τιμή 49.650,00 €, πλην όμως με 1.796 cc,
- Το Opel Ampera με τιμή 45.500,00 €, πλην όμως με 1.398 cc,
- Το Volvo S80 D2 με τιμή 47.090,00 €, πλην όμως με 1.560 cc,
- Το Volvo S80 T4 Summum με τιμή 47.690,00 €, πλην όμως με 1.596 cc,
Και όμως όλα τα ως άνω αυτοκίνητα (ούτε καν το Lexus που αυτοπροσδιορίζεται ως … LUXURY, δηλαδή πολυτελές!!!) δεν θεωρούνται ως πολυτελή, παρά το γεγονός ότι η αξία τους είναι κατά πολύ μεγαλύτερη από τα αυτοκίνητα που κατά κύριο λόγο επιλέγουν οι τρίτεκνοι και οι πολύτεκνοι δηλαδή επταθέσια όπως το Citroen Picasso, το Fiat Doblo, το Ford S–Max, το Nissan Quashqai, το Opel Zafira, το Peugeot 3008, το Renault Scenic, το Toyota Verso, το VW Touran.
Σπορ διθέσια αυτοκίνητα, όπως το Alfa Romeo 4C, το Audi TT, το Lotus Elise δεν θεωρούνται από το νόμο πολυτελή, αλλά θεωρεί πολυτέλεια … άκρως οικογενειακά αυτοκίνητα όπως τα παραπάνω.
Περαιτέρω, οδηγεί στην με όμοιο τρόπο φορολόγηση αυτοκινήτων που το μόνο κοινό που έχουν είναι τα κυβικά του κινητήρα τους, πλην όμως διαφέρουν εντυπωσιακά στα λοιπά τους χαρακτηριστικά και δη στην ΤΙΜΗ τους. Είναι χαρακτηριστικό ότι στην πρώτη κλίμακα του φόρου πολυτελείας στην οποία περιλαμβάνονται οχήματα από 1.929 cc έως 2.500 cc, οι τιμές κυμαίνονται από Με άλλα λόγια στην ίδια αυτή κατηγορία υπάρχουν αυτοκίνητα η αξία των οποίων κυμαίνεται από 23.350,00 € (Seat Leon SC) έως 86.600,00 € (Lexus IS).
Είναι αυτό «φορολογική δικαιοσύνη»;
Η απάντηση είναι προφανής. ΔΕΝ είναι. Και δεν είναι γιατί η ως άνω διάταξη αντίκειται εκτός από την … κοινή λογική και στις διατάξεις του Συντάγματος. Ειδικότερα:
Ι. Παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας
Όπως γίνεται παγίως δεκτό από τη νομολογία των Δικαστηρίων (ενδεικτικά ΟλΑΠ 5/2013) «Σύμφωνα με το άρθρο 25 παρ. 1 του ισχύοντος Συντάγματος, μετά την αναθεώρηση αυτού με το από 6/17 Απριλίου 2001 Ψήφισμα της Ζ` Αναθεωρητικής Βουλής, τα δικαιώματα του ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου και η αρχή του κοινωνικού κράτους τελούν υπό την προστασία του Κράτους. Όλα τα κρατικά όργανα υποχρεούνται να διασφαλίζουν την ανεμπόδιστη και αποτελεσματική άσκηση της. Οι κάθε είδους περιορισμοί που μπορούν κατά το Σύνταγμα να επιβληθούν στα δικαιώματα αυτά πρέπει να προβλέπονται είτε απευθείας από το Σύνταγμα είτε από το νόμο, εφόσον υπάρχει επιφύλαξη υπέρ αυτού και να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι αποδέκτης της επιταγής για σεβασμό της αρχής της αναλογικότητας είναι ο κοινός νομοθέτης που θεσπίζει περιορισμό ατομικών δικαιωμάτων με νόμο, σύμφωνα με την υπέρ αυτού συνταγματική επιφύλαξη, σε αντιδιαστολή με το δικαστή, ο οποίος απλώς οφείλει να ελέγχει αν η αρχή αυτή έχει τηρηθεί και, σε αποφατική περίπτωση, να αρνείται την εφαρμογή του νόμου ως αντισυνταγματικού (πλειοψ. Ολ.ΑΠ 6/2009). Η εν λόγω αρχή, η οποία κατατείνει στην εκλογίκευση των επαχθών παρεμβάσεων της κρατικής εξουσίας στα ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα του ανθρώπου και του πολίτη, παραβιάζεται όταν η συγκεκριμένη κρατική παρέμβαση δεν είναι,
α) πρόσφορη για την επίτευξη του σκοπού που επιδιώκεται με αυτήν,
β) αναγκαία για την επίτευξη του εν λόγω σκοπού, με την έννοια ότι το αυτό αποτέλεσμα δεν μπορεί να επιτευχθεί με ένα ανώδυνο ή ηπιότερο μέσο και
γ) αναλογική εν στενή έννοια, δηλαδή να τελεί σε εσωτερική αλληλουχία προς τον επιδιωκόμενο σκοπό, ώστε η αναμενόμενη ωφέλεια να μην είναι ποιοτικά και ποσοτικά κατώτερη από τη βλάβη που προκαλείται (Ολ.ΑΠ 271-2008).
Με βάση τα εν λόγω κριτήρια της αρχής της αναλογικότητας αξιολογείται η παρεχόμενη από το άρθρο 26 παρ. 1 του Συντάγματος εξουσία του νομοθέτη να θέτει κατά τη ρύθμιση των βιοτικών σχέσεων και τον καθορισμό των κυρώσεων και υποχρεώσεων που απορρέουν από τη συμπεριφορά των πολιτών, ελάχιστα ή ανώτατα όρια, κατ’ αφηρημένη αξιολόγηση, εντός των οποίων ο δικαστής προβαίνει στην εξειδίκευση του κανόνα δικαίου, ενόψει της συγκεκριμένης περιπτώσεως».
Ο «φόρος πολυτελείας» όμως ΔΕΝ είναι ούτε πρόσφορος, ούτε αναγκαίος, ούτε αναλογικός εν στενή έννοια. Ειδικότερα:
α) ΔΕΝ είναι πρόσφορος, γιατί τελικώς οδηγεί σε αντίθετα από τα επιδιωκόμενα αποτελέσματα, αφού οδηγεί στη με μαζικό τρόπο κατάθεση των πινακίδων κυκλοφορίας και εν τέλει την είσπραξη λιγότερου φόρου από το επιδιωκόμενο,
β) ΔΕΝ είναι αναγκαίος αφού η επίτευξη του σκοπού του νόμου μπορούσε να επιτευχθεί με ηπιότερο μέσο δηλαδή τη φορολόγηση της πραγματικής πολυτελούς διαβίωσης και όχι της κρινόμενης ως τέτοιας «κατά τεκμήριο», και
γ) ΔΕΝ είναι αναλογικός εν στενή έννοια γιατί δεν τελεί σε εσωτερική αλληλουχία προς τον επιδιωκόμενο σκοπό, με αποτέλεσμα η αναμενόμενη ωφέλεια να είναι ποιοτικά και ποσοτικά κατώτερη από τη βλάβη που προκαλείται.
Επισημαίνεται ότι αρκεί η παραβίαση ενός και μόνο από τα ως άνω κριτήρια για την αντίθεση μιας διάταξης νόμου στην αρχή της αναλογικότητας.
Εν προκειμένω βέβαια παραβιάζονται και τα τρία !!!
Ειδικά μάλιστα η με τον τρόπο αυτό αντιμετώπιση των τρίτεκνων και πολύτεκνων οικογενειών (που μεταξύ άλλων περιλαμβάνει και την κατάργηση του αφορολόγητου) οδηγεί στη ΜΕΙΩΣΗ του πληθυσμού της χώρας, αφού όχι μόνο δεν προσφέρει κίνητρα για τη δημιουργία οικογένειας, αλλά στην πράξη λειτουργεί «τιμωρητικά». Είναι χαρακτηριστικό ότι σύμφωνα με την ευρωπαϊκή στατιστική υπηρεσία, στη χώρα μας ο πληθυσμός μειώθηκε κατά 60.500 το 2012 και ότι μαζί με την Ιταλία η χώρα μας καταγράφει τον τρίτο χαμηλότερο δείκτη γεννήσεων (9‰) στην ΕΕ.
Φορολογικές επιλογές σαν την ανωτέρω, δεν είναι, ασφαλώς, άμοιρες ευθυνών.
ΙΙ. Παραβιάζει την αρχή της ισότητας
Σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ. 5 του ισχύοντος Συντάγματός μας «Οι Έλληνες πολίτες συνεισφέρουν χωρίς διακρίσεις στα δημόσια βάρη ανάλογα με τις δυνάμεις τους».
Σύμφωνα με την πάγια νομολογία της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας (βλ. σχετικά Ολ ΣτΕ 2527/13, 2528/13, 2529/13, 2530/13, 2531/13, 2469/08, 2470/08, 2471/08) «Επειδή, το άρθρο 4 του Συντάγματος ορίζει στην παράγραφο 1 ότι: «Οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου» και στην παράγραφο 5 ότι: «Οι Έλληνες συνεισφέρουν χωρίς διακρίσεις στα δημόσια βάρη, ανάλογα με τις δυνάμεις τους». Από τις διατάξεις αυτές σε συνδυασμό με το άρθρο 78 παρ. 1 του Συντάγματος, που καθορίζει, κατά τα προεκτεθέντα, τα στοιχεία που μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο φορολογικής επιβάρυνσης (εισόδημα, περιουσία, δαπάνες ή συναλλαγές), συνάγεται ότι ο νομοθέτης είναι, κατ’ αρχήν, ελεύθερος να καθορίζει τις διάφορες μορφές των οικονομικών επιβαρύνσεων για την δημιουργία δημοσίων εσόδων προς κάλυψη των δαπανών του Κράτους, που δύνανται να επιβληθούν στους βαρυνόμενους πολίτες με διαφόρους τρόπους, περιορίζεται, όμως, από ορισμένες γενικές αρχές, με τις οποίες επιδιώκεται από τον συνταγματικό νομοθέτη η πραγμάτωση των κανόνων της φορολογικής δικαιοσύνης και του κράτους δικαίου γενικότερα. Οι αρχές αυτές είναι συγκεκριμένα η καθολικότητα της επιβαρύνσεως και η ισότητα αυτής έναντι των βαρυνομένων, εξειδικευόμενη με τον, κατ’ αρχήν, βάσει ορισμένης φοροδοτικής ικανότητας, καθορισμό του φορολογικού βάρους, το οποίο, πάντως, επιβάλλεται επί συγκεκριμένης και εξ αντικειμένου οριζόμενης φορολογητέας ύλης, όπως είναι, κατ’ άρθρο 78 παρ. 1 του Συντάγματος, το εισόδημα, η περιουσία, οι δαπάνες ή οι συναλλαγές. Κατά την έννοια δε των ιδίων ως άνω συνταγματικών διατάξεων, ο φόρος δεν αποκλείεται να βαρύνει ορισμένο μόνον κύκλο προσώπων ή πραγμάτων, εφ’ όσον πλήττει ορισμένη φορολογητέα ύλη, η οποία, κατ’ αυτό τον τρόπο, επιτρέπει την επιβάρυνση του συγκεκριμένου αυτού κύκλου φορολογουμένων βάσει γενικών και αντικειμενικών κριτηρίων που τελούν σε συνάφεια με το ρυθμιζόμενο θέμα» (υπογράμμιση δική μου).
Βασικές λοιπόν προϋποθέσεις για τη συνταγματικότητα του νόμου για τη φορολόγηση της «πολυτελούς διαβίωσης» είναι:
α. «η καθολικότητα της επιβαρύνσεως και η ισότητα αυτής έναντι των βαρυνομένων»
Σύμφωνα με τη γνώμη των Συμβούλων Μ. Παπαδοπούλου και Μ. Πικραμένου στη με αριθμό 1972/13 απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της επικρατείας «Το άρθρο 4 παρ. 5 του Συντάγματος, στο οποίο ορίζεται ότι οι έλληνες πολίτες συνεισφέρουν χωρίς διακρίσεις στα δημόσια βάρη, ανάλογα με τις δυνάμεις τους, αποτελεί ειδικότερη εκδήλωση της αρχής της ισότητας που επιτάσσει τη συμμετοχή όλων των ελλήνων πολιτών στην εκπλήρωση των οικονομικών υποχρεώσεων τους προς την Πολιτεία, μέσω της καταβολής φόρων, με σκοπό την κάλυψη των δημοσίων δαπανών. Από τις διατάξεις του ανωτέρω άρθρου συνάγεται, περαιτέρω, ότι η επιβολή φόρων στους Έλληνες πολίτες πρέπει να βασίζεται: α) στην αναλογική ισότητα υπό την έννοια ότι οι πολίτες συμμετέχουν στις φορολογικές υποχρεώσεις σύμφωνα με τις οικονομικές τους δυνάμεις και επομένως δεν επιτρέπεται η αντιμετώπισή τους επί τη βάσει της αριθμητικής – μαθηματικής ισότητας που θα οδηγούσε στην ίδια μεταχείριση των οικονομικά ευρωστότερων με τους οικονομικά ασθενέστερους, β) στη φοροδοτική ικανότητα των πολιτών η οποία επιβάλλει στο νομοθέτη να λαμβάνει υπόψη ότι υπάρχει ένα όριο κατά τη θεσμοθέτηση φορολογικών επιβαρύνσεων, τυχόν υπέρβαση του οποίου πλήττει τη δυνατότητά τους να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις αυτές και ταυτόχρονα να διατηρήσουν ένα ανεκτό βιοτικό επίπεδο. Οι εν λόγω απορρέουσες από το άρθρο 4 παρ. 5 του Συντάγματος επιταγές προς τον κοινό νομοθέτη ισχύουν ακόμα και σε περιόδους οικονομικών κρίσεων κατά τις οποίες η Πολιτεία αναγκάζεται να λάβει έκτακτα οικονομικά μέτρα, τα οποία επιβάλλονται παραλλήλως με τους τακτικούς φόρους, για τη θεραπεία επιτακτικών αναγκών υπέρτερου εθνικού συμφέροντος και έχουν ως συνέπεια ιδιαίτερα επαχθείς επιβαρύνσεις για μεγάλες κατηγορίες πολιτών» (υπογράμμιση δική μου).
β. τα χρησιμοποιούμενα κριτήρια να μην είναι απλώς γενικά και αντικειμενικά, αλλά κυρίως να «τελούν σε συνάφεια με το ρυθμιζόμενο θέμα».
Το χρησιμοποιούμενο όμως από το νόμο, που επιβάλλει φόρο πολυτελούς διαβίωσης στα αυτοκίνητα άνω των 1.929 cc, κριτήριο των κυβικών εκατοστών και μόνο παραβιάζει και τις δύο ως άνω προϋποθέσεις, γιατί οδηγεί στην ίδια μεταχείριση τους οικονομικά ευρωστότερους με τους οικονομικά ασθενέστερους. Και βέβαια αντιμετωπίζει με τον ίδιο τρόπο τους γονείς έως δύο τέκνων και τους τρίτεκνους και πολύτεκνους παρά τα όσα το ίδιο το κράτος έχει αναγνωρίζει ως δικαιώματα για αυτούς.
Περαιτέρω δε, ναι μεν το κριτήριο των κυβικών του αυτοκινήτου είναι γενικό και αντικειμενικό, πλην όμως δεν τελεί σε συνάφεια με το ρυθμιζόμενο θέμα αφού δεν είναι ικανό κατά την κοινή πείρα για να χρησιμοποιηθεί ως τεκμήριο ύπαρξης αντίστοιχης οικονομικής δύναμης και επομένως, φοροδοτικής ικανότητας των ιδιοκτητών των εν λόγω αυτοκινήτων, αφού για την αγορά ενός καινούργιου «πολυτελούς» κατά τη λογική του νόμου αυτοκινήτου μπορεί κάποιος πολίτης να καταβάλει 23.000,00 €, μπορεί όμως και να καταβάλει και 86.000,00 €.
Είναι λοιπόν παραπάνω από προφανές, όπως είναι αντιληπτό στον μέσο κοινό νου, ότι το κριτήριο αυτό όχι μόνο δεν οδηγεί σε ασφαλή συμπεράσματα για την οικονομική δύναμη συνακόλουθα δε και τη φοροδοτική ικανότητα των πολιτών, αλλά οδηγεί στην ίδια μεταχείριση τους οικονομικά ευρωστότερους με τους οικονομικά ασθενέστερους, παραβιάζοντας έτσι τη συνταγματικά κατοχυρωμένη αρχή της ισότητας.
Υπενθυμίζεται ότι η Επιστημονική Επιτροπή της Βουλής γνωμοδότησε ότι η αρχή της φορολόγησης βάσει της φοροδοτικής ικανότητας επιβάλει εισφορά βάσει της αξίας του περιουσιακού στοιχείου και όχι «της αντικειμενικής δαπάνης» της χρήσης του.
ΙΙΙ. Παραβιάζει τις διατάξεις για την προστασία της οικογένειας
Παραβιάζει δηλαδή όλα όσα αναφέρει η ως άνω Αιτιολογική Έκθεση του νόμου 3454/2006. Για άλλη μία φορά το κράτος φάσκει και αντιφάσκει …
Είναι άραγε πολυτέλεια το να θέλει κάποιος να μεταφέρει με ασφάλεια τα παιδιά του;
Είναι άραγε πολυτέλεια το να θέλει κάποιος να τοποθετεί σωστά και με ασφάλεια τα παιδιά του στο αυτοκίνητο και να μην τα «τσουβαλιάζει» σε ένα ακατάλληλο αυτοκίνητο εκθέτοντάς τα σε κίνδυνο σε περίπτωση τροχαίου ατυχήματος;
Είναι δίκαιο την βοήθεια που προσέφερε η πολιτεία μέσω της απαλλαγής του τέλους ταξινόμησης, να την παίρνει κυριολεκτικά πίσω μέσω του φόρου πολυτελείας;
Αναρωτήθηκαν άραγε οι εμπνευστές του νόμου και οι βουλευτές που τον ψήφισαν αν οι γονείς των τριών ή περισσότερων παιδιών θα αγόραζαν επταθέσια οικογενειακά αυτοκίνητα αν δεν αποφάσιζαν να αποκτήσουν τρία ή περισσότερα παιδιά;
Αναρωτήθηκαν άραγε ποιος θα πληρώνει στο μέλλον τις συντάξεις τους;
Ημερίδα για τη Διαμεσολάβηση στο Δήμο Γλυφάδας από την Ελληνική Ένωση Διαμεσολαβητώνby Sergios
Η Ελληνική Ένωση Διαμεσολαβητών διοργάνωσε, υπό την Αιγίδα του Εμπορικού Συλλόγου Γλυφάδας, Ημερίδα την Τρίτη 27 Μαρτίου 2015, και ώρα 18:00 στην αίθουσα του Δημοτικού Συμβουλίου του Δήμου Γλυφάδας, με Θέμα «ΔΙΑΜΕΣΟΛΑΒΗΣΗ – Ο ΝΕΟΣ ΘΕΣΜΟΣ ΕΝΑΛΛΑΚΤΙΚΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ«.
Η Ημερίδα, σκοπός της οποίας ήταν η γνωριμία των πολιτών και των επιχειρήσεων με τη Διαμεσολάβηση και τη ενημέρωσή τους για τα οφέλη της ως εναλλακτικού μέσου επίλυσης διαφορών, στέφθηκε με μεγάλη επιτυχία.
Ο Σέργιος Μαναράκης ανέπτυξε το ρόλο που μπορεί να διαδραματίσει η Διαμεσολάβησης στην επίλυση των αθλητικών διαφορών.
Ημερίδα για τη Διαμεσολάβηση στο Δήμο Πεντέλης – Μελισσίων από την Ελληνική Ένωση Διαμεσολαβητώνby Sergios
Η Ελληνική Ένωση Διαμεσολαβητών διοργάνωσε, υπό την Αιγίδα του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Ημερίδα την Τετάρτη 18 Φεβρουαρίου 2015, και ώρα 18:00 στους χώρους του Πολιτιστικού Κέντρου του Δήμου Πεντέλης – Μελισσίων (οδός 17 Νοέμβρη και Αγίου Γεωργίου, Μελίσσια), με Θέμα «ΔΙΑΜΕΣΟΛΑΒΗΣΗ – Ο ΝΕΟΣ ΘΕΣΜΟΣ ΕΝΑΛΛΑΚΤΙΚΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ«.
Η Ημερίδα, σκοπός της οποίας ήταν η γνωριμία των πολιτών και των επιχειρήσεων με τη Διαμεσολάβηση και τη ενημέρωσή τους για τα οφέλη της ως εναλλακτικού μέσου επίλυσης διαφορών, στέφθηκε με μεγάλη επιτυχία.
Αναμόρφωση της νομοθεσίας για τη Διαμεσολάβησηby Sergios
Στις 27 Ιανουαρίου 2015, η Ομάδα Εργασίας για την αναμόρφωση του δικαίου της διαμεσολάβησης (ΥΑ 71695/15.9.2014, ΦΕΚ Β΄ 2251) παρέδωσε στο Υπουργείο Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων τελικό σχέδιο διατάξεων για την τροποποίηση ή συμπλήρωση του ν. 3898/2010.
Με τις προτεινόμενες διατάξεις προβλέπεται:
– η υιοθέτηση υποχρεωτικής διαμεσολάβησης σε κατηγορίες υποθέσεων (προσβολής προσωπικότητας, διατροφής τέκνων ή συζύγων, οροφοκτησίας, εργατικές κ.α.),
– η καθιέρωση της δυνατότητας του δικαστή να καλεί τα μέρη της διαφοράς να προσφύγουν σε διαμεσολάβηση,
– η αδειοδότηση παραρτημάτων των φορέων εκπαίδευσης διαμεσολαβητών,
– η δημιουργία Μητρώου Διαπιστευμένων Διαμεσολαβητών, και
– η απαλλαγή του συμφωνητικού διαμεσολάβησης από τέλος απογράφου.
Πρόεδρος της Ομάδας Εργασίας διετέλεσε ο Αρεοπαγίτης κ. Χαράλαμπος Μαχαίρας, ενώ μέλη της ήταν ο Καθηγητής κ. Λάμπρος Κοτσίρης, καθώς και οι κ.κ. Νίκος Βαλεργάκης, Δημήτρης Κατσαρός, Στέλιος Μανουσάκης, Βασιλική Σκορδάκη, Λίλα Μπακατσέλου, Φώτης Κωτσής, Γιώργος Γεωργακάς, Σπύρος Αντωνέλος, Δημήτρης Μάντζος και Θεοδώρα Πολυζώη.
Η ακάλυπτη επιταγή στα άρθρα 44 και 99by lexferenda
Σύμφωνα με την παρ. 3 εδ. β΄ του άρθρου 106η του ΠτΚ (όπως εισήχθη με το Ν. 4013/2011) «με την επικύρωση της συμφωνίας εξυγίανσης εξαλείφεται το αξιόποινο των αδικημάτων έκδοσης ακάλυπτων επιταγών και καθυστέρησης οφειλών προς το Δημόσιο και τα ασφαλιστικά ταμεία που έχουν τελεστεί πριν τη σύναψη της συμφωνίας εξυγίανσης». Αντίστοιχη πρόβλεψη δεν υπήρχε στις διατάξεις των άρθρων 44επ του Ν. 1892/1990.
Ωστόσο, όπως έκρινε το Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο της χώρας μας, με τη με αριθμό 771/2014 απόφαση του Ε΄ Ποινικού Τμήματός, κρίνοντας την αίτηση αναίρεσης εντολέα του γραφείου μας, η διάταξη αυτή εφαρμόζεται αναλογικά ως ευνοϊκότερη ποινική διάταξη, ως περιέχουσα δηλαδή ευμενέστερες για τον κατηγορούμενο διατάξεις από αυτές του άρθρου 79 παρ.1 Ν. 5960/1933 και στις περίπτωση συμφωνιών εξυγίανσης του άρθρου 44 του Ν. 1892/1990.
Ο Άρειος Πάγος έκρινε –μεταξύ άλλων– τα εξής:
– «ότι μεταξύ των ρυθμιζόμενων σχέσεων και καταστάσεων, τόσο στη διαδικασία εξυγίανσης των άρθρων 99 επ. του Πτωχευτικού Κώδικα, όπως αντικαταστάθηκαν με το άρθρ. 12 Ν. 4013/2011, όσο και σε εκείνη της συμφωνίας των πιστωτών του άρθρου 44 Ν. 1892/1990, υπάρχει ταυτοσημία και ως προς το σκοπό των άνω δύο σχετικών νομοθετημάτων και ως προς τις γενικές προϋποθέσεις υπαγωγής στο προστατευτικό πεδίο των διατάξεών τους, ως εκ τούτου δε υπάγονται αναλογικώς και οι προγενέστερες εξυγιαντικές διαδικασίες του άρθρου 44 Ν. 1892/1990 στην προαναφερόμενη νέα ποινική ρύθμιση της διατάξεως του άρθρου 106η παρ.3 εδ. β’ του νέου Πτωχευτικού Κώδικα, όπως ίσχυε μετά το άρθρο 12 Ν. 4013/2011, περί εξαλείψεως του αξιοποίνου των αδικημάτων εκδόσεως ακάλυπτων επιταγών, η οποία είναι ηπιότερη του άρθρου 79 παρ.1 Ν. 5960/1933 και άρα εφαρμοστέα, κατ’ άρθρο 2 παρ.1 του Π.Κ., ως περιέχουσα ευμενέστερες για τον κατηγορούμενο διατάξεις, στις περιπτώσεις εκκρεμών ποινικών υποθέσεων, σε οποιοδήποτε στάδιο και αν βρίσκονται, οι οποίες αφορούν ακάλυπτες επιταγές, εφόσον φέρονται ως κατηγορούμενοι επιχειρηματίες ή εκπρόσωποι επιχειρήσεων, που έχουν ήδη πετύχει τη σύναψη και επικύρωση εξυγιαντικής συμφωνίας με τους πιστωτές τους πριν τεθεί σε ισχύ ο Ν. 4013/2011, στο πλαίσιο της εξυγιαντικής διαδικασίας του προϊσχύσαντος άρθρου 44 Ν. 1892/1990».
– «Πλέον τούτων, […] πρέπει, κατ’ εφαρμογή του κανόνα «in dubio pro mitiore», να γίνει δεκτό, ότι η πιο πάνω νέα ευμενέστερη ποινική διάταξη πρέπει να ισχύσει και ως προς την προμνημονευόμενη παλαιότερη εξυγιαντική διαδικασία, διότι θα ήταν απαράδεκτο να γίνεται ανεκτή από την έννομη τάξη η τιμώρηση όμοιων πράξεων, που έτυχε απλά να τελεσθούν προ της θεσπίσεως του Ν. 4013/2011 και οι οποίες υπό την ισχύ του μπορούσαν να τελούνται ατιμωρητί από πρόσωπα, που περιέρχονται στην ίδια ακριβώς θέση και κατάσταση».
– «τυχόν συσταλτική ερμηνεία της άνω ποινικής ρυθμίσεως του άρθρου 106η παρ.3 εδ. β’ του Πτωχευτικού Κώδικα, όπως ίσχυε μετά το άρθρο 12 Ν. 4013/2011, με σκοπό τον αποκλεισμό της εφαρμογής της υπέρ των επιχειρηματιών ή των νόμιμων εκπροσώπων των επιχειρήσεων, που έχουν συνάψει εξυγιαντικές συμφωνίες με βάση το προϊσχύσαν νομικό καθεστώς του άρθρου 44 Ν. 1892/1990, έρχεται σε αντίθεση και με τις θεμελιώδεις συνταγματικές αρχές της ίσης μεταχειρίσεως και της αναλογικότητας (άρθρ. 4 και 25 του Συντάγματος)».
– «η έλλειψη ρητής αντίθετης μεταβατικής προβλέψεως στις νέες διατάξεις του Πτωχευτικού Κώδικα περί του ότι η εξάλειψη του αξιοποίνου των συγκεκριμένων αδικημάτων θα ισχύει μόνο για το μέλλον ή μόνο για τις εφεξής συναπτόμενες εξυγιαντικές συμφωνίες, συνεπάγεται, ότι το διαχρονικό δίκαιο της εξεταζόμενης ποινικής διατάξεως του άρθρου 106η παρ.3 εδ. β’ του νέου Πτωχευτικού Κώδικα, όπως ίσχυε μετά το άρθρο 12 Ν. 4013/2011, δεν μπορεί παρά να καθορίζεται δεσμευτικά και απόλυτα από την αρχή του ηπιότερου νόμου, που αποτυπώνεται στο άρθρο 2 παρ. 1 του Π.Κ.».
Οδηγός του πολίτη. Εγχειρίδιο Απαντήσεων στη σχέση του με το δημόσιοby lexferenda
Το Υπουργείο Οικονομικών δημοσίευσε Εγχειρίδιο απαντήσεων στα συνηθέστερα ερωτήματα των πολιτών σε θέματα του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας καθώς και των λοιπών Διοικητικών Διαδικασιών.
Το Εγχειρίδιο περιλαμβάνει τα ακόλουθα Κεφάλαια και Ενότητες.
Κεφάλαιο 1:
Ενότητα Α: Δυνατότητα πρόσβασης πολιτών σε έγγραφα και Διεκπεραίωση υποθέσεων αυτών.
Υποενότητα Α1: Δυνατότητα πρόσβασης πολιτών σε έγγραφα.
Υποενότητα Α2: Διεκπεραίωση υποθέσεων πολιτών.
Ενότητα Β: Κατάργηση της υποχρεωτικής υποβολής επικυρωμένων εγγράφων.
Ενότητα Γ: Βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής.
Ενότητα Δ: Μέσα απόδειξης των στοιχείων ταυτότητας των πολιτών – Εκπροσώπηση αυτών στις διοικητικές αρχές από δικηγόρους.
Υποενότητα Δ1: Μέσα απόδειξης των στοιχείων ταυτότητας των πολιτών.
Υποενότητα Δ2: Εκπροσώπηση των πολιτών στις διοικητικές αρχές από δικηγόρους.
Ενότητα Ε: Υπηρεσίες και Φορείς που διενεργούν μεταφράσεις.
Ενότητα ΣΤ: Επικύρωση υπογραφής σε αλλοδαπά δημόσια έγγραφα (Σύμβαση της Χάγης – Προξενική θεώρηση – Διεθνείς συμβάσεις).
Κεφάλαιο 2: Πρακτικά Θέματα.
Κεφάλαιο 3: Βασική Νομολογία – Γνωμοδοτήσεις – Εγκύκλιοι.
Κώδικας Δεοντολογίας για τα μη εξυπηρετούμενα δάνειαby lexferenda
Από τις 31 Δεκεμβρίου 2014 τίθενται σε ισχύ οι διατάξεις του Κώδικα Δεοντολογίας του Ν. 4224/2013 (ΦΕΚ Β΄ 2289/27.8.2014).
Ο Κώδικας Δεοντολογίας θεσπίζει σειρά διατάξεων με σκοπό την εύρεση κοινά αποδεκτής λύσης για την εξυπηρέτηση (ρύθμιση) ή για τον οριστικό διακανονισμό (οριστική διευθέτηση) του πάσης φύσεως μη εξυπηρετούμενου ιδιωτικού χρέους φυσικών, νομικών προσώπων και επιχειρήσεων προς τις Ελληνικές Τράπεζες και τα υποκαταστήματα αλλοδαπών πιστωτικών ιδρυμάτων που δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα.
Ως «Λύση Ρύθμισης» νοείται η τροποποίηση της σύμβασης με νέους όρους εξυπηρέτησης της οφειλής.
Ως «Λύση Οριστικής Διευθέτησης» νοείται η συμφωνία ιδρύματος και δανειολήπτη για την οριστική εξόφληση των οφειλών με όρους, που μπορεί να περιλαμβάνουν -μεταξύ άλλων- μεταβολή της κυριότητας των εξασφαλίσεων ή άλλων περιουσιακών στοιχείων του δανειολήπτη.
Προϋπόθεση για την εφαρμογή του Κώδικα Δεοντολογίας είναι η σύμβαση του ή των υπό εξέταση δανείων να μην έχει καταγγελθεί, και ο δανειολήπτης να είναι συνεργάσιμος.
Έννοια Συνεργάσιμου Δανειολήπτη
Ως συνεργάσιμος νοείται, όπως ο ορισμός αυτός αποφασίστηκε στο Κυβερνητικό Συμβούλιο Διαχείρισης Ιδιωτικού Χρέους του Ν. 4224/2013, ο δανειολήπτης που:
α) παρέχει πλήρη και επικαιροποιημένα στοιχεία επικοινωνίας στους δανειστές ή όποιον ενεργεί νομίμως για λογαριασμό τους και προβαίνει σε ορισμό συγγενικού ή φιλικού προσώπου, ως αντικλήτου επικοινωνίας για κάθε περίπτωση που ο ίδιος δεν είναι διαθέσιμος,
β) είναι διαθέσιμος σε επικοινωνία με τον δανειστή ή με όποιον ενεργεί νομίμως για λογαριασμό αυτού και ανταποκρίνεται με ειλικρίνεια και σαφήνεια, σε κλήσεις και επιστολές του δανειστή ή όποιου ενεργεί νομίμως για λογαριασμό του, αυτοπροσώπως είτε δια του αντικλήτου του, με κάθε πρόσφορο τρόπο, εντός 15 εργάσιμων ημερών,
γ) προβαίνει αυτοπροσώπως είτε δια του αντικλήτου του σε πλήρη και ειλικρινή γνωστοποίηση πληροφοριών προς το δανειστή ή όποιον ενεργεί νομίμως για λογαριασμό του, αναφορικά με την τρέχουσα οικονομική του κατάσταση, εντός 15 εργασίμων ημερών από την ημέρα μεταβολής της ή εντός 15 εργάσιμων ημερών από την ημέρα που θα ζητηθούν ανάλογες πληροφορίες από το δανειστή ή όποιον ενεργεί νομίμως για λογαριασμό του,
δ) προβαίνει αυτοπροσώπως είτε δια του αντικλήτου του, σε πλήρη και ειλικρινή γνωστοποίηση πληροφοριών, προς το δανειστή ή όποιον ενεργεί για λογαριασμό του, οι οποίες θα έχουν σημαντικές επιπτώσεις στην μελλοντική οικονομική του κατάσταση, εντός 15 εργάσιμων ημερών από την ημέρα που θα περιέλθουν σε γνώση του, και
ε) συναινεί σε διερεύνηση εναλλακτικής πρότασης αναδιάρθρωσης με το δανειστή ή όποιον ενεργεί νομίμως για λογαριασμό του, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στον Κώδικα Δεοντολογίας.
Στάδια Διαδικασίας Επίλυσης Καθυστερήσεων
Η διαδικασία της αντιμετώπισης δανειοληπτών που είτε παρουσιάζουν καθυστερήσεις, είτε εμφανίζουν ενδείξεις πιθανής καθυστέρησης (Διαδικασία Επίλυσης Καθυστερήσεων – Δ.Ε.Κ.) ακολουθεί τα ακόλουθα στάδια τα οποία κάθε τράπεζα οφείλει να εφαρμόζει:
Στάδιο 1: Επικοινωνία της τράπεζας με τον δανειολήπτη, στα πλαίσια της οποίας -μεταξύ άλλων- η τράπεζα οφείλει να ενημερώσει τον δανειολήπτη αφενός μεν ότι έχει ενταχθεί σε Διαδικασία Επίλυσης Καθυστερήσεων, αφετέρου δε για τις προϋποθέσεις χαρακτηρισμού του ως συνεργάσιμου αλλά και τις συνέπειες χαρακτηρισμού του ως μη συνεργάσιμου.
Στάδιο 2: Συγκέντρωση οικονομικών και άλλων πληροφοριών.
Στάδιο 3: Αξιολόγηση των οικονομικών στοιχείων.
Κατά το στάδιο αυτό η τράπεζα οφείλει να αξιολογεί οπωσδήποτε, τα εξής:
Α. Για κάθε κατηγορία δανειολήπτη (δηλαδή τόσο τα φυσικά όσο και τα νομικά πρόσωπα):
– την οικονομική κατάσταση του δανειολήπτη,
– το συνολικό ύψος και τη φύση των χρεών του περιλαμβανομένων τυχόν οφειλών του έναντι άλλων τραπεζών,
– την τρέχουσα ικανότητα αποπληρωμής του δανειολήπτη,
– το ιστορικό οικονομικής συμπεριφοράς του δανειολήπτη, και
– την προβλεπόμενη ικανότητα αποπληρωμής των οφειλών εκ μέρους του δανειολήπτη, για την εκτίμηση της οποίας λαμβάνεται υποχρεωτικά υπόψη και το επίπεδο των «εύλογων δαπανών διαβίωσης» του δανειολήπτη εφόσον είναι φυσικό πρόσωπο.
Β. Αν ο δανειολήπτης αποτελεί επιχείρηση (ανεξάρτητα από τη νομική μορφή αυτής) η τράπεζα οφείλει να αξιολογεί επιπροσθέτως κατ’ ελάχιστον και τα εξής:
– το υποβαλλόμενο επιχειρηματικό σχέδιο ή σχέδιο αναδιάρθρωσης της επιχείρησης ή του ομίλου,
– την ιδία συμμετοχή των βασικών μετόχων στο χρηματοδοτικό πλάνο του επενδυτικού σχεδίου,
– τις προοπτικές ανάπτυξης του κλάδου της επιχείρησης,
– τις όποιες εκτιμώμενες μελλοντικές ταμειακές ροές, οι οποίες συνηγορούν υπέρ της εκτίμησης ότι υφίσταται δυνατότητα εξυπηρέτησης του ανειλημμένου χρέους, και
– τους παράγοντες κινδύνου του επιχειρηματικού σχεδίου, τις ενδεχόμενες επιπτώσεις στη δυνατότητα αποπληρωμής και τα πιθανά μέτρα αποφυγής αυτών των κινδύνων και των επιπτώσεών τους.
Στάδιο 4: Πρόταση των κατάλληλων λύσεων στον δανειολήπτη.
Η πρόταση της τράπεζας οφείλει να περιλαμβάνει οπωσδήποτε τα εξής:
– Περιγραφή των όρων της ή των προτεινόμενων λύσεων,
– Αναφορά ότι γίνεται στα πλαίσια των διατάξεων του Κώδικα Δεοντολογίας,
– Αναφορά των κριτηρίων αξιολόγησης της καταλληλότητας της ή των προτεινόμενων λύσεων. Στην περίπτωση που προσφέρεται μόνο λύση οριστικής διευθέτησης (και όχι και λύση ρύθμισης) πρέπει να αναφέρονται τα κριτήρια, βάσει των οποίων αποκλείστηκε η εξεύρεση κατάλληλης λύσης ρύθμισης,
– Επεξήγηση των επιπτώσεων κάθε εναλλακτικής λύσης, για την ευχερέστερη κατανόηση και σύγκριση του είδους και του ύψους του κόστους, εξόδων και επιβαρύνσεων των εναλλακτικών, στο μέτρο που ευλόγως μπορεί να εκτιμηθούν, το υπόλοιπο οφειλής που τυχόν θα πρέπει να αποπληρωθεί και μετά την υλοποίηση των λύσεων αυτών,
– Ενημέρωση για το δικαίωμα του δανειολήπτη να αναζητήσει συμβουλή ανεξάρτητου φορέα για την υποβοήθησή του στη λήψη απόφασης, ή αντιπρότασης, εάν αυτός το κρίνει απαραίτητο,
– Ενημέρωση για τη δυνατότητα του δανειολήπτη να προβεί εντός προθεσμίας, όχι μεγαλύτερης των δεκαπέντε (15) εργασίμων ημερών, σε μία εκ των παρακάτω ενεργειών:
(i) να παράσχει τη συναίνεσή του στην προτεινόμενη ή σε μία από τις προτεινόμενες λύσεις ή
(ii) να αντιπροτείνει γραπτώς ή
(iii) να δηλώσει γραπτώς ότι αρνείται να συναινέσει, με οποιαδήποτε πρόταση,
– Ενημέρωση για τα επόμενα βήματα ή και τις έννομες συνέπειες, σε κάθε μία εκ των περιπτώσεων ανωτέρω (όπως λ.χ. το χρονικό διάστημα μετά το οποίο μπορεί να κινηθούν οι διαδικασίες ρευστοποίησης εξασφαλίσεων) καθώς και για το δικαίωμα του δανειολήπτη να υποβάλει ένσταση στην Επιτροπή Ενστάσεων της τράπεζας εντός των προθεσμιών που προβλέπονται από τη Διαδικασία Εξέτασης Ενστάσεων (Δ.Ε.Ε.) της τράπεζας.
– Επισήμανση για τη σημασία της έγκαιρης ενημέρωσης της τράπεζας σε περίπτωση που η οικονομική κατάσταση του δανειολήπτη, βάσει της οποίας αξιολογήθηκε η προτεινόμενη λύση, μεταβληθεί.
Κατά την παρουσίαση της προτεινόμενης ή των εναλλακτικά προτεινόμενων λύσεων, η τράπεζας οφείλει να είναι δεκτική σε σχόλια και ερωτήματα από τους δανειολήπτες παρέχοντας όσο το δυνατόν πιο τυποποιημένη και εύληπτη πληροφόρηση στον δανειολήπτη, προκειμένου αυτός να κατανοήσει την πρόταση ή και τις διαφορές τόσο μεταξύ των εναλλακτικά προτεινόμενων λύσεων, σε περίπτωση που υφίστανται περισσότερες από μία, όσο και μεταξύ των υφιστάμενων και νέων όρων αποπληρωμής των οφειλών.
Στάδιο 5: Διαδικασία εξέτασης ενστάσεων
Η Διαδικασία Εξέτασης Ενστάσεων αποσκοπεί στον έλεγχο τήρησης των διαδικασιών του Κώδικα (πληρότητα στοιχείων, εμπρόθεσμη υποβολή, κ.λπ.). Δεν αφορά σε αντιρρήσεις του δανειολήπτη για τις πολιτικές και τις μεθοδολογίες που η τράπεζα γνωστοποιεί ότι εφαρμόζει στο πλαίσιο του Κώδικα, μπορεί όμως να υποβάλλεται για την μη τήρηση αυτών των διαδικασιών και μεθοδολογιών εκ μέρους της τράπεζας εφόσον αυτό έχει ως συνέπεια το χειρισμό του δανειολήπτη ως μη συνεργάσιμου.
Εάν η τράπεζα τηρήσει τις διαδικασίες αυτές, δεν μπορεί να υποβληθεί ένσταση επί της ουσία της αξιολόγησης του δανειολήπτη από αυτή.
Η εξέταση των ενστάσεων είναι υποχρεωτική μόνο για τα φυσικά πρόσωπα (στα οποία συμπεριλαμβάνονται και ο ατομικές επιχειρήσεις και οι επαγγελματίες) οφειλέτες ή εγγυητές, και μόνο στις περιπτώσεις που ο δανειολήπτης:
α. πρόκειται να παύσει ή έπαυσε να χαρακτηρίζεται ως συνεργάσιμος, και
β. το γεγονός αυτό να έχει ως κίνδυνο να καταλήξει να χάσει τη μοναδική του κατοικία.
Στις λοιπές περιπτώσεις, η εξέταση ενστάσεων είναι προαιρετική για την τράπεζα.
Η ένσταση μπορεί να υποβληθεί είτε μετά την προειδοποίηση του δανειολήπτη από την τράπεζα ότι επίκειται να χαρακτηριστεί / κατηγοριοποιηθεί ως μη συνεργάσιμος, είτε μετά την ειδοποίηση του δανειολήπτη από την τράπεζα ότι χαρακτηρίστηκε / κατηγοριοποιήθηκε ως μη συνεργάσιμος.
Τύποι Ρυθμίσεων
Στον Κώδικα Δεοντολογίας αναφέρονται ενδεικτικά οι συνήθεις στη διεθνή πρακτική τύποι ρυθμίσεων για δανειολήπτη ο οποίος βρίσκεται σε δυσχερή οικονομική κατάσταση και αδυνατεί να ανταποκριθεί στους υφιστάμενους όρους της πιστοδότησης, τους οποίους τυποποιεί ως εξής:
Α. Λύση Ρύθμισης:
Ι. Τύποι βραχυπρόθεσμων ρυθμίσεων
Έχουν διάρκεια μικρότερη των πέντε ετών και επιλέγονται συνήθως σε περιπτώσεις που οι δυσκολίες αποπληρωμής κρίνονται βάσιμα ως προσωρινές. Παράλληλα, μπορεί να συμφωνείται νέο πρόγραμμα αποπληρωμής του υπολοίπου, μετά τη λήξη της βραχυπρόθεσμης περιόδου, με βάση συντηρητικές παραδοχές για την εκτιμώμενη μελλοντική ικανότητα αποπληρωμής του δανειολήπτη μέχρι τη λήξη του προγράμματος αποπληρωμής.
Ο Κώδικας Δεοντολογίας παραθέτει ενδεικτικά τις ακόλουθες λύσεις:
(α) Τόκοι μόνο («Interest Only»): Κατά τη διάρκεια καθορισμένης βραχυπρόθεσμης περιόδου, καταβάλλονται μόνο τόκοι.
(β) Μειωμένες δόσεις («Reduced Payment»): Μειώνεται το ποσό των τοκοχρεωλυτικών δόσεων αποπληρωμής (το νέο ποσό δόσης ενδέχεται να είναι μεγαλύτερο ή μικρότερο από το ποσό δόσης το οποίο θα αντιστοιχούσε σε ρύθμιση μόνο τόκων) για καθορισμένη βραχυπρόθεσμη περίοδο.
(γ) Περίοδος χάριτος («Grace Period»): παρέχει στο δανειολήπτη τη δυνατότητα προκαθορισμένης περιόδου αναστολής πληρωμών.
(δ) Αναβολή Πληρωμής Δόσης/Δόσεων («Skip Payment(s)»): παρέχεται, συμβατικά, η δυνατότητα στο δανειολήπτη να μεταφέρει χρονικά μία δόση του δανείου.
(ε) Τακτοποίηση Καθυστερούμενου Υπολοίπου («Arrears Settlement»): τακτοποίηση του ληξιπρόθεσμου υπολοίπου, συνήθως μέσω συμφωνίας ρευστοποίησης περιουσιακών στοιχείων και διατήρηση της απαίτησης για το άληκτο υπόλοιπο.
(στ) Κεφαλαιοποίηση ληξιπρόθεσμων οφειλών («Arrears Capitalization»): H κεφαλαιοποίηση των ληξιπρόθεσμων οφειλών και αναπροσαρμογή του προγράμματος αποπληρωμής του οφειλόμενου υπολοίπου.
II. Τύποι μακροπρόθεσμων ρυθμίσεων
Εδώ κατατάσσονται οι τύποι ρύθμισης με διάρκεια μεγαλύτερη των πέντε ετών, με στόχο τη μείωση της δόσης, σε συνδυασμό, ενδεχόμενα, με αύξηση του αριθμού τους και παράταση του χρόνου αποπληρωμής, λαμβάνοντας, σε κάθε περίπτωση υπόψη, συντηρητικές παραδοχές για την εκτιμώμενη μελλοντική ικανότητα αποπληρωμής του δανειολήπτη μέχρι τη λήξη του προγράμματος αποπληρωμής.
Ο Κώδικας Δεοντολογίας παραθέτει ενδεικτικά τις ακόλουθες λύσεις:
(α) Μόνιμη μείωση του επιτοκίου ή του συμβατικού περιθωρίου («Interest Rate Reduction»): Μόνιμη μείωση του επιτοκίου ή του επιτοκιακού περιθωρίου.
(β) Αλλαγή Τύπου Επιτοκίου («Interest Rate Type Change»): Αλλαγή του τύπου επιτοκίου, από κυμαινόμενο σε σταθερό ή αντίστροφα.
(γ) Παράταση της διάρκειας («Loan Term Extension»): Παράταση της διάρκειας αποπληρωμής του δανείου (δηλαδή της ημερομηνίας της τελευταίας συμβατικής καταβολής δόσης του δανείου).
(δ) Διαχωρισμός της χορήγησης («Split Balance»): Όταν μία τράπεζα συμφωνεί να διαχωρίσει ένα πχ. ενυπόθηκο δάνειο δανειολήπτη σε δύο τμήματα («tranches»):
i. ένα ενυπόθηκο δάνειο, το οποίο ο δανειολήπτης εκτιμάται ότι μπορεί να αποπληρώνει, με βάση την υφιστάμενη και την εκτιμώμενη μελλοντική ικανότητα αποπληρωμής αυτού και ii στο υπόλοιπο τμήμα του αρχικού δανείου, το οποίο τακτοποιείται μεταγενέστερα, με ρευστοποίηση περιουσίας ή άλλου είδους διευθέτηση, η οποία συμφωνείται εξ αρχής από τα δυο μέρη.
(ε) Μερική διαγραφή χρεών («Partial Debt Forgiveness/ Write Down»): Αυτή η επιλογή προβλέπει την οριστική διαγραφή μέρους της συνολικής απαίτησης της τράπεζας, ώστε να διαμορφωθεί σε ύψος, που εκτιμάται ότι είναι δυνατό να εξυπηρετηθεί ομαλά.
(στ) Πρόσθετη εξασφάλιση («Additional Collateralization»): Όταν λαμβάνονται πρόσθετες εξασφαλίσεις από το δανειολήπτη, στο πλαίσιο μιας ευρύτερης, ευνοϊκότερης για τον δανειολήπτη, ρύθμισης.
(ζ) Λειτουργική αναδιάρθρωση επιχείρησης («Operational Restructuring»): Αλλαγή της διοίκησης της επιχείρησης όταν οι πιστώτρια/ες τράπεζες θεωρούν την επιχείρηση βιώσιμη υπό προϋποθέσεις, αλλά η υφιστάμενη διοίκηση δεν συνεργάζεται προς αυτήν την κατεύθυνση. Η συγκεκριμένη επιλογή δεν συνιστά από μόνης της τύπο ρύθμισης για τους σκοπούς παραγωγής αναφορών του Κώδικα Δεοντολογίας, αλλά δύναται να συνδυάζεται με τις υπόλοιπες επιλογές ρύθμισης.
(η) Συμφωνίες ανταλλαγής χρέους με Μετοχικό Κεφάλαιο («Debt/equity swaps»): Εφαρμόζεται σε αναδιαρθρώσεις εταιρειών, όπου μέρος του χρέους μετατρέπεται σε Μετοχικό Κεφάλαιο και η τράπεζα καθίσταται μέτοχος της επιχείρησης, ώστε το υπόλοιπο του χρέους να μπορεί να εξυπηρετηθεί από τις προβλεπόμενες ταμειακές ροές του δανειολήπτη.
Β. Λύση Οριστικής Διευθέτησης
Τύποι Οριστικής Διευθέτησης
Ως τύπος οριστικής διευθέτησης ορίζεται οποιαδήποτε μεταβολή του είδους συμβατικής σχέσης μεταξύ της τράπεζας και δανειολήπτη ή ο τερματισμός αυτής, με στόχο την οριστική τακτοποίηση της απαίτησης της τράπεζας έναντι του δανειολήπτη και η οποία μπορεί να συνδυάζεται με παράδοση (εθελοντική ή υποχρεωτική) της εμπράγματης εξασφάλισης στην τράπεζα προς μείωση του συνόλου της απαίτησης ή ακόμα και με ρευστοποίηση των εξασφαλίσεων προς κάλυψη της απαίτησης.
Ο Κώδικας Δεοντολογίας παραθέτει ενδεικτικά τις ακόλουθες λύσεις, η υιοθέτηση των οποίων, όπως επισημαίνει οφείλεται να εξετάζεται κάθε φορά σε σχέση με τις προβλέψεις του ελληνικού δικαίου:
(α) Εθελοντική Παράδοση Ενυπόθηκου Ακινήτου («Voluntary Surrender»): O δανειολήπτης, ο οποίος δεν μπορεί να ανταποκριθεί στους όρους αποπληρωμής ενυπόθηκου δανείου, παραχωρεί εθελοντικά (χωρίς να απαιτηθεί η προσφυγή σε δικαστικές ενέργειες εκ μέρους της τράπεζας), την κυριότητα του υπέγγυου ακινήτου στην τράπεζα. Στη σχετική συμφωνία προβλέπεται σαφώς ο τρόπος διευθέτησης του τυχόν υπολοίπου.
(β) Μετατροπή σε Χρηματοδοτική Μίσθωση («Mortgage to Lease»): O δανειολήπτης μεταβιβάζει την κυριότητα του ακινήτου στην τράπεζα υπογράφοντας σύμβαση χρηματοδοτικής μίσθωσης, η οποία του εξασφαλίζει τη δυνατότητα μίσθωσης και χρήσης για ορισμένη ελάχιστη χρονική περίοδο (συνήθως πέντε έτη).
(γ) Πώληση και ενοικίαση («Mortgage to Rent»): Ο δανειολήπτης μεταβιβάζει την κυριότητα του ακινήτου είτε στην τράπεζα είτε σε τρίτο. Η συμφωνία μπορεί να συνοδεύεται με παραχώρηση του δικαιώματος διαμονής στο ακίνητο έναντι μισθώματος (συνήθως για μια ελάχιστη περίοδο τριών ετών). Στη σχετική συμφωνία προβλέπεται σαφώς ο τρόπος διευθέτησης του τυχόν υπολοίπου.
(δ) Μεταβίβαση/Πώληση του δανείου/Αναπροσαρμοσμένο Υπόλοιπο («Outright Sale/Disposal/Discounted Pay−off»): Η μεταβίβαση του δανείου σε άλλο ίδρυμα, πιστωτή ή χρηματοδοτικό σχήμα.
(ε) Ανταλλαγή με στεγαστικό δάνειο μικρότερης αξίας («Trade Down»): Συμφωνία που επιτρέπει σε δανειολήπτη με οικονομικές δυσκολίες που έχει υποθηκευμένη την κύρια κατοικία του ή την επαγγελματική του στέγη να την πωλήσει αγοράζοντας νέα χαμηλότερης άξιας.
(στ) Διαχείριση σε εκκαθάριση: Ορίζεται η κατάσταση στην οποία η απαίτηση της τράπεζας αντιμετωπίζεται στο πλαίσιο της πτωχευτικής διαδικασίας.
(ζ) Ρευστοποίηση Εξασφαλίσεων: Ορίζεται η κατάσταση στην οποία η τράπεζα, έχοντας καταγγείλει τη δανειακή σύμβαση, εκκινεί διαδικασίες ρευστοποίησης των εξασφαλίσεων για την ικανοποίηση της απαίτησής του.
(η) Δικαστικές/Νομικές Ενέργειες: Ορίζονται οι ενέργειες οριστικής διευθέτησης που μπορεί να λαμβάνονται σε περίπτωση απουσίας ή εξάντλησης των εξασφαλίσεων και αφορούν την εκκίνηση δικαστικών ενεργειών έναντι περιουσιακών στοιχείων του δανειολήπτη για την κάλυψη των απαιτήσεων της τράπεζας.
Τέλος, επισημαίνεται ότι:
α. σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 1 του Ν. 4224/2013:
«Οι οφειλέτες δεν επιβαρύνονται από τους δανειστές με οποιαδήποτε χρέωση σε σχέση με την εξέταση των αιτημάτων τους για υπαγωγή στις διατάξεις του Κώδικα, τη διαδικασία αξιολόγησης και επιλογής των ρυθμίσεων και εν γένει τις υπηρεσίες που αφορούν στην εφαρμογή του Κώδικα»
β. σύμφωνα με τον Κώδικα Δεοντολογίας (Γενικές Αρχές)
Σκοπός του Κώδικα Δεοντολογίας είναι η εύρεση της «κατάλληλης λύσης», δηλαδή εκείνης «που διασφαλίζει τη συμμόρφωση της τράπεζας με τις εποπτικές της υποχρεώσεις, λαμβάνοντας όμως, παράλληλα υπόψη το επίπεδο «εύλογων δαπανών διαβίωσης» του δανειολήπτη, εφόσον είναι φυσικό πρόσωπο.
Εάν, παρά το ότι αμφότερες οι συνθήκες τηρούνται, τα μέρη δεν συμφωνήσουν τελικώς σε κοινά αποδεκτή λύση, τότε η διαφωνία τους, μπορεί να επιλύεται εξωδικαστικά μέσω του Συνηγόρου του Καταναλωτή ή άλλων φορέων με αντικείμενο τη διαμεσολάβηση ή από τα αρμόδια δικαστήρια».
Διημερίδα για τη Διαμεσολάβησηby Sergios
Ο Σέργιος Μαναράκης συμμετείχε στη Διημερίδα για τη Διαμεσολάβηση, που διοργάνωσαν ο Δικηγορικός Σύλλογος Χανίων και το Επιμελητήριο Χανίων και διεξήχθη στα Χανιά, στις 31 Οκτωβρίου – 1 Νοεμβρίου 2014.
1st CAS Conference on Mediationby Sergios
Ο Σέργιος Μαναράκης παρακολούθησε το Συνέδριο που διοργάνωσε το Court of Arbitration for Sport (1st CAS Conference on Mediation) και διεξήχθη στη Λωζάννη στις 16 Μαΐου 2014.
Ημερίδα Διαμεσολάβηση και Επιχειρηματικότηταby Sergios
Ο Σέργιος Μαναράκης συμμετείχε στην Ημερίδα Διαμεσολάβηση και Επιχειρηματικότητα, που διοργάνωσε ο Σ.Ε.Β. και το A.L.B.A. με την υποστήριξη του I.C.C. και διεξήχθη στην Αθήνα, 12 Μαρτίου 2014, παρουσιάζοντας τη μελέτη του με τίτλο «Αθλητική Διαμεσολάβηση – Η διεθνής εμπειρία».